[Φυλακές Κορυδαλλού] Πολιτική δήλωση του Ανδρέα-Δημήτρη Μπουρζούκου στο δικαστήριο για τη διπλή απαλλοτρίωση στον Βελβεντό

Ξεκινώντας, θέλω να ξεκαθαρίσω το λόγο για τον οποίο βρίσκομαι εδώ σήμερα, εκμεταλλευόμενος τη διαδικασία της απολογίας. Σε καμία περίπτωση, λοιπόν, αυτό που θα ακολουθήσει δε θα έχει απολογητικό χαρακτήρα καθώς οι πράξεις και οι επιλογές μου εντάσσονται στο συνολικότερο αναρχικό αγώνα, στον αγώνα για ζωή και ελευθερία. Συνεπώς, είναι πράξεις που στηρίζω με κάθε πτυχή του εαυτού μου και θα συνεχίσω να το κάνω όσο αυτός ο κόσμος παραμένει ίδιος.

Όχι, λοιπόν, δεν απολογούμαι, δεν έχω τίποτα να πω και να αναλύσω σε δικονομικό επίπεδο για τις πράξεις μου· αρνούμαι τις κατηγορίες ακριβώς επειδή αρνούμαι την αστική νομιμότητα· αρνούμαι να νομιμοποιήσω το ρόλο σας και την καθοδηγούμενη από τους κυβερνώντες εντολείς σας δικαιοσύνη.

Δεν ελπίζω, λοιπόν, στην επιείκειά σας, δε θα λυγίσω μπροστά στην απειλή των νόμων σας και της πολύχρονης φυλάκισης που με περιμένει, ακόμα και με τις χειρότερες συνθήκες που το κράτος σας επιφυλάσσει για όσους αρνούνται να σκύψουν το κεφάλι. Τις νέες φυλακές με το προσωνύμιο «φυλακές τύπου Γ΄». Είμαι εδώ για να αναδείξω τα πολιτικά χαρακτηριστικά των επιλογών μου και να οξύνω τη μεταξύ μας διαμάχη. Εσείς, κομμάτι της δικαστικής εξουσίας και εγώ, κομμάτι του αναρχικού αγώνα. Κι όταν λέω «εσείς» δεν περιορίζομαι σε εσάς συγκεκριμένα, αλλά συνολικά στους ανθρώπους που κατέχουν πόστα εξουσίας. Είναι μια διαμάχη που ξεφεύγει από τα στενά πλαίσια της διαπροσωπικής σύγκρουσης, είναι ένας πόλεμος ταξικός, κοινωνικός, που απλώνεται στο χωροχρονικό συνεχές και βρίσκει τις ρίζες του στις πρωτόλειες μορφές του καπιταλισμού και στις σχέσεις εκμετάλλευσης και εξουσίας που αιώνες τώρα ορίζουν το ανθρώπινο γένος.

Παρότι, λοιπόν, είμαι αναρχικός και δεν αναγνωρίζω κανένα δικαστήριο ως αρμόδιο να κρίνει τις επιλογές μου, δεν μπορώ να αγνοήσω την εξουσία αυτού του μηχανισμού και να μην καταδείξω τον τρόπο αντίληψης και ερμηνείας του νόμου και του δικαίου. Δεν μπορώ να σιωπήσω μπροστά στο συγκαλυμμένο αυτό εκτελεστικό απόσπασμα και να σκύψω το κεφάλι μου στο φόβο πως ήρθε και η σειρά μου.

Θεωρώ χρέος μου, λοιπόν, τον επαναστατικό αντίλογο απέναντι στη μονολιθικότητα της δικαστικής εξουσίας, απέναντι στη σιωπή που θέλετε να επιβάλετε.

Παίρνοντας, λοιπόν, τα πράματα με τη σειρά, βρίσκομαι σε μια ειδική αίθουσα, ενός ειδικού δικαστηρίου, δικάζομαι με ειδικό νόμο και για το μέλλον προβλέπονται ειδικές συνθήκες κράτησης, για εμένα, τους συντρόφους μου και όσους ταραξίες ενοχλούν την ομαλή λειτουργία αυτού του συστήματος στο σύνολό του. Ειδικές κατηγορίες ανθρώπων ανάμεσα σε μια μάζα ομοιόμορφων, πειθήνιων και υποταγμένων πολιτών, αυτή θα ήταν μία –ίσως η πιο εύκολη- ανάγνωση όλης αυτής της σκόπιμης διαφοροποίησης. Από την άλλη, όμως, αρκεί να δούμε το ρόλο και τη χρησιμότητα νόμων και δικαιοσύνης, για να ερμηνεύσουμε συνολικότερα τις αιτίες αυτής της σκοπιμότητας.

Το δίκαιο, λοιπόν, είναι εξ ορισμού μία μορφή κοινωνικού ελέγχου, ένας τρόπος να συντηρείται η υπακοή και η συμμόρφωση στο κοινωνικό σύνολο μέσα από ένα σύστημα κανόνων που ορίζουν το τι μπορεί και τι δεν μπορεί να γίνεται, τι μένει μέσα στα πλαίσια του συστημικά αποδεκτού και τι ξεφεύγει από αυτή τη νόρμα.

Το κράτος δικαίου που εσείς επικαλείστε επιβάλλει τους όρους υποταγής σε ένα σύστημα εκμετάλλευσης και εξαθλίωσης. Το «δίκαιο» είναι δίκαιο, λοιπόν, επειδή το υπακούουν, αλλά τι γίνεται με αυτούς που αρνούνται να συμμορφωθούν, αυτούς που παρεκκλίνουν και ξεφεύγουν από τις προκαθορισμένες κοινωνικές συμπεριφορές;

«Νόμος και τάξη», το δόγμα που καλύπτει αυτό το κενό, διασφαλίζοντας με αυστηρότερους νόμους εξοντωτικές ποινές και άτεγκτη καταστολή τη διατήρηση τις αστικής νομιμότητας.

Έτσι, το κράτος επιστρατεύει τη δικαστική εξουσία για να πατάξει κάθε παρεκκλίνουσα συμπεριφορά, να διατηρήσει με ένα τρόπο την κοινωνική και πολιτική σταθερότητα. Δήθεν εκφράζοντας τα συμφέροντα της κοινωνίας, επί της ουσίας όμως εξαναγκάζοντας τους πολίτες να τηρούν τους νόμους, παραχωρώντας, έτσι, έμμεσα το μονοπώλιο της βίας στον κρατικό μηχανισμό. Καθώς ο δεχόμενος την κρατική βία δεν μπορεί και δε γίνεται να ανταποδώσει τη δίκαιη αντιβία, παρά μόνο να δεχθεί πειθήνια την αυθεντία του κράτους, την επιβολή των νόμων για το «κοινό καλό».

Προϋπόθεση, λοιπόν, της καπιταλιστικής -πολιτικής- σταθερότητας είναι η νομιμοποίηση του συστήματος και της βίας που παράγει και φυσικά οι θεματοφύλακες δε θα μπορούσαν να είναι άλλοι πέρα από τη δικαστική εξουσία, η οποία καλείται να «καλύψει» όλες τις δομικές ανισορροπίες του συστήματος προκειμένου να μην καταρρεύσει κοινωνικά και οικονομικά.

Εκτελώντας, φυσικά, πάντα τις κυβερνητικές εντολές και λειτουργώντας κατά κανόνα μεροληπτικά υπέρ των κρατικών συμφερόντων. Η δυνατότητα πολλαπλής ερμηνείας του νόμου από τους δικαστές είναι η πίσω πόρτα που μένει πάντα ανοιχτή για την κυρίαρχη τάξη να παρεμβαίνει και να καθοδηγεί τη δικαστική εξουσία. Ο ρόλος τους (σας) δε θα μπορούσε να είναι άλλος πέρα από τη διαφύλαξη της οικονομικής και πολιτικής ελίτ, τα κριτήρια απονομής δικαιοσύνης είναι βαθιά ταξικά και ως εκ τούτου η βία σας στρέφεται στους παραβατικούς, στους φτωχοδιάβολους, τους μετανάστες και φυσικά όσους εμπράκτως αμφισβητούν την εξουσία σας. Από την άλλη, η ελαστικότητα των νόμων σας εξαντλείται στις περιπτώσεις των «νόμιμων» μεγαλοεγκληματιών, όπως στην πρόσφατη περίπτωση του δημάρχου Θεσσαλονίκης Παπαγεωργόπουλου, ο οποίος ενώ καταδικάστηκε πρωτόδικα σε ισόβια κάθειρξη για την υπεξαίρεση 17,9 εκατ. ευρώ, τελικώς, ένα χρόνο μετά, «σπάει» την ισόβια και καταδικάζεται σε 12 χρόνια κάθειρξη. Καθώς, μάλλον, τα 17,9 εκατ. ευρώ που έφαγε ο εν λόγω κύριος από τους πολίτες αυτής της χώρας είναι μικρότερης κλίμακας έγκλημα από τους μετανάστες που για μικροκλοπές καταδικάζονται σε 14 και 15 χρόνια κάθειρξης. Κι εδώ δεν μπορώ να μην φέρω άλλο ένα παράδειγμα για το πόσο ακραία κατευθυνόμενη και ταξική είναι η δικαιοσύνη σας. Φυσικά μιλάω για την απόφαση του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Πατρών που αθώωσε δύο απ’ τους τέσσερις κατηγορούμενους για την υπόθεση των πυροβολισμών στη Μανωλάδα. Εκεί που 35 μετανάστες πυροβολήθηκαν επειδή διεκδίκησαν τα δεδουλευμένα τους.

Αλήθεια, ποια κοινωνία οραματίζεστε και ποιο κοινό καλό υπερασπίζεστε; Ποιο είναι το κοινωνικό όφελος και οι αξίες που προτάσσετε;

Οραματίζεστε μία κοινωνία στο σκοτάδι, στο σύνολό της φοβισμένη, όπου παθητικά θα δέχεται τη βία του κράτους και του κεφαλαίου, και είσαστε υπόλογοι γι’ αυτό.

Ποιος καταδικάστηκε για τα εκατομμύρια ευρώ που τόσα χρόνια ληστεύει η πολιτική εξουσία από το δημόσια χρήμα;

Ποιος καταδικάστηκε για τους χιλιάδες που οδηγήθηκαν στην αυτοκτονία από την οικονομική κρίση;

Ποιος καταδικάστηκε για τις δεκάδες δολοφονίες μεταναστών στο Φαρμακονήσι και σε τόσα άλλα μέρη που έχουν γίνει αντίστοιχα περιστατικά με ανθρώπους που απλά περισσεύουν για το καπιταλιστικό σύστημα;

Ποιος καταδικάστηκε για τα αμέτρητα («μεμονωμένα» κατά τα άλλα) περιστατικά βασανισμών στα αστυνομικά τμήματα;

ΚΑΝΕΙΣ!

Φυσικά, δε λέω ότι δεν κάνετε σωστά τη δουλειά σας, κάθε άλλο! Αυτή ακριβώς είναι η δουλειά σας, να καλύπτετε τα καθημερινά εγκλήματα του κράτους. Ακόμα και εδώ, μέσα σε αυτήν την αίθουσα είδαμε κάμποσους αστυνομικούς, οι οποίοι με τρόπο εξόφθαλμο και περίσσιο θράσος κάλυπταν τους συναδέλφους τους από το Τμήμα της Βέροιας για τα βασανιστήρια που έγιναν εκεί μέσα. Το οξύμωρο της υπόθεσης, όμως, παρ’ όλα αυτά , δεν είναι η συγκάλυψη από πλευράς εξουσίας, αλλά ο τρόπος που παρουσιάζεται ο βασανισμός ως φυσικό ακόλουθο της άσκησης αυτής (της εξουσίας). Εξάλλου και η δημοσιοποίηση των φωτογραφιών μας ακριβώς αυτό το σκοπό εξυπηρετούσε: από τη μία την ηθική νομιμοποίηση του βασανισμού και από την άλλη τη διάχυση του φόβου μέσω του παραδειγματισμού προς όλους αυτούς που επιλέγουν να επιτεθούν στο σύστημα και τις δομές του. Μιλάμε για μία «απονεύρωση» στο σύνολο της κοινωνίας, μία προσπάθεια να εξαλειφθούν και να αφομοιωθούν τα όποια αντανακλαστικά τής έχουν απομείνει.

Με τον πλέον απροκάλυπτο τρόπο, κράτος και κυβέρνηση διαμορφώνουν τους όρους επιβολής τους, διαμέσου ακραίων φασιστικών νομοσχεδίων και έκτακτων πράξεων νομοθετικού περιεχομένου. Με πιο πρόσφατο παράδειγμα το νομοσχέδιο για τις φυλακές τύπου Γ΄, τη νομιμοποίηση, δηλαδή, των ειδικών συνθηκών κράτησης, ενός μόνιμου βασανιστηρίου που αναδιαρθρώνει το σωφρονιστικό σύστημα στα πρότυπα της γενικευμένης καταστολής που επιτάσσει το ξένο και το ντόπιο κεφάλαιο, η μεγαλύτερη και καλύτερα οργανωμένη τρομοκρατική οργάνωση.

Συνοψίζοντας, η διάθεσή σας για απονομή δικαιοσύνης εξαντλείται στη διατήρηση της πολιτικής σταθερότητας και των ταξικών διαχωρισμών που νομοτελειακά γεννάει το καπιταλιστικό σύστημα.

Αλλά, μιας και μιλήσαμε για τρομοκρατία ας περάσουμε στις κατηγορίες που το δικαστήριό σας μου αποδίδει.

Καταρχάς, η τρομοκρατική οργάνωση, άρθρο 187Α του ποινικού κώδικα, ή αλλιώς «η τέλεση συγκεκριμένων αξιόποινων πράξεων με τρόπο ή σε έκταση ή υπό συνθήκες που είναι δυνατόν να βλάψουν σοβαρά μια χώρα ή έναν διεθνή οργανισμό και με σκοπό να εκφοβίσει σοβαρά έναν πληθυσμό ή να εξαναγκάσει παρανόμως δημόσια αρχή ή διεθνή οργανισμό να εκτελέσει οποιαδήποτε πράξη ή να απόσχει από αυτήν ή να βλάψει σοβαρά ή να καταστρέψει τις θεμελιώδεις συνταγματικές πολιτικές, οικονομικές δομές μιας χώρας ή ενός διεθνούς οργανισμού».

Έχει μια σημασία να δούμε αυτό το νομικό χαρακτηρισμό και κυρίως σε τι αποσκοπεί ο νόμος στο σύνολό του.

Καταρχάς, ο 187Α είναι στην ουσία του ένα ιδιώνυμο, μια αναβάθμιση του 187, περί εγκληματικής οργάνωσης. Η φύση του νόμου εμπεριέχει μια διττότητα αρκετά σημαντική, όχι τόσο από νομοτεχνικής απόψεως –που δε με απασχολεί κιόλας- όσο σε επίπεδο πολιτικής σκοπιμότητας.

Ενώ, λοιπόν, αυτό το νομοθέτημα αναγνωρίζει εν μέρει τα πολιτικά κίνητρα μιας πράξης, με την αναγωγή της εγκληματικής οργάνωσης σε τρομοκρατική, παράλληλα εξισώνει το πολιτικό αδίκημα με το ποινικό σε επίπεδο αντιμετώπισης. Δηλαδή, ενώ η δίωξη με το 187Α είναι αναβαθμισμένη, λόγω πολιτικών κινήτρων ενός αδικήματος, ο τρομοκράτης είναι ένας εγκληματίας του κοινού Ποινικού Δικαίου.

Με λίγα λόγια, η δικαστική εξουσία, σε αγαστή συνεργασία με κυβέρνηση και κράτος, ακολουθούν το άγριο δόγμα του νεοφιλελευθερισμού θατσερικής έμπνευσης, πως «δεν υπάρχουν πλέον τάξεις, παρά μόνο άτομα». Έτσι, δεν υπάρχει η πάλη των τάξεων, άρα και το πολιτικό αδίκημα, καθώς το κράτος και η κυρίαρχη τάξη ορίζουν τα μέσα και τα όρια της πολιτικής αντιπαράθεσης στα πλαίσια της νομιμότητας. Η εξουσία, λοιπόν, δε χωράει αμφισβήτηση.

Γιατί, προφανώς, αυτός ο υποβιβασμός ή για την ακρίβεια η εξίσωση του πολιτικού αδικήματος με το κοινό έγκλημα συνεπάγεται την ποινικοποίηση κάθε μορφής αντίστασης, πολλώ δε μάλλον όταν αυτή γίνεται με τη χρήση βίας.

Έχουμε, λοιπόν, ένα ιδιώνυμο, που πέρα από την απονοηματοδότηση των πολιτικών χαρακτηριστικών κάθε πράξης, στοχεύει και στην εξάλειψη κάθε μορφής αντίστασης. Ένα νόμο ομπρέλα που η γκάμα του συνεχώς διευρύνεται και πρόσφατα μάλιστα είδαμε ένα ολόκληρο χωριό στις Σκουριές να διώκεται με το 187Α, εγκαινιάζοντας την τακτική των μαζικών διώξεων στα πλαίσια τρομοκρατικής οργάνωσης απλά επειδή αυτοί οι άνθρωποι αντιστάθηκαν στην επεκτατική μανία του κεφαλαίου.

Και είναι φυσικό ακόλουθο της βαθιάς συστημικής κρίσης, η εξουσία να διοχετεύει το φόβο στο αντιστεκόμενο κομμάτι της κοινωνίας, χαρακτηρίζοντας όλο και περισσότερες πράξεις ως τρομοκρατικές, με την ελπίδα να διατηρήσει τις εύθραυστες ισορροπίες του καπιταλιστικού συστήματος.

Παράλληλα, την τελευταία πενταετία βλέπουμε και μια αναβάθμιση της κατασταλτικής πολιτικής. Οι διωκτικές αρχές της Ελλάδας, ακολουθώντας το δόγμα Μarini και έχοντας να αντιμετωπίσουν έναν συνεχώς αυξανόμενο σε δυναμική αναρχικό χώρο, στήνουν μια σειρά από διώξεις από το 2009 με αφορμή τον εντοπισμό βόμβας σε σπίτι στο Χαλάνδρι. Έτσι, ένα νόμιμο σπίτι βαφτίστηκε γιάφκα και δημιουργήθηκε μια «φρέσκια» δεξαμενή διώξεων. Όσοι αναρχικοί είχαν αποτύπωμα στο σπίτι ήταν (και μάλλον παραμένουν) εν δυνάμει τρομοκράτες, ένα θεώρημα που η εισαγγελέας στο δικαστήριο των συντρόφων Σαραφούδη και Ναξάκη πήγε ένα βήμα παρακάτω, δηλώνοντας πως αρκεί να είσαι αναρχικός για να είσαι μέλος της Σ.Π.Φ. Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, αυτή τη φόρμουλα διώξεων, οι διωκτικές αρχές μας φορτώνουν δικογραφίες αποσκοπώντας στην πολύχρονη φυλάκισή μας και την παραδειγματική τιμωρία μας.

Ωραίο λοιπόν το παραμύθι σας, όμως οι μόνοι τρομοκράτες είναι το κράτος και το κεφάλαιο. Ιστορικά, από την πρώτη εμφάνιση της τρομοκρατίας ως πολιτική ανάλυση, αυτή ταυτιζόταν με την κρατική τρομοκρατία.

Τρομοκρατία, λοιπόν, είναι η υπεροχή μέσω της βίας και του τρόμου. Και όσοι βιάζονται να καταδικάσουν τη βία από όπου και αν προέρχεται σίγουρα αδυνατούν να αντιληφθούν (ή τέλος πάντων δεν τους βολεύει να αντιληφθούν) την ειδοποιό διαφορά ανάμεσα στην πρωτογενή και δευτερογενή βία.

Ας μη γελιόμαστε, η βία καθορίζει αυτό το σύστημα, ενυπάρχει σε επίπεδο καθημερινότητας στο σύνολο του κοινωνικού ιστού. Όσο υπάρχουν άνθρωποι που ζουν σε χαρτόκουτα ενώ κάποιοι άλλοι σε πολυτελέστατες βίλες, υπάρχει βία. Όσο κάποιοι σκοτώνονται σε εργατικά ατυχήματα για να πλουτίζουν λίγοι, υπάρχει βία. Όσο διαιωνίζεται η εκμετάλλευση ανθρώπου από άνθρωπο, υπάρχει βία.

Ανέκαθεν, η βία ήταν βασικό δομικό συστατικό του καπιταλιστικού συστήματος, αναπαράγεται καθημερινά με ποικίλους τρόπους και πολλαπλούς αποδέκτες.

Είναι γεγονός, όμως, ότι υπάρχει μια πρωτογενής βία που ασκείται από την εξουσία και εκδηλώνεται με τον πιο άγριο τρόπο, συστηματικά, μέσω της οικονομικής αφαίμαξης του μεγαλύτερου τμήματος της κοινωνίας για να ταΐζονται δισεκατομμύρια στο υπό κατάρρευση τραπεζικό σύστημα· μέσω της εργασίας, που αντί να είναι ο τρόπος να εκφράζει ο καθένας τη δημιουργικότητά του και να καλύπτει τις ανάγκες του, έχει περισσότερο τη μορφή τιμωρίας, όπου οι άνθρωποι εξαναγκάζονται να εργάζονται σαν σκλάβοι στα σύγχρονα κάτεργα του καπιταλισμού· μέσω της άγριας καταστολής απέναντι στο μαχόμενο τμήμα της κοινωνίας· μέσω των 1,5 εκατομμυρίων ανέργων που έμμεσα καταδικάζονται σε μία μορφή αργού θανάτου.

Εκατοντάδες τρόποι έκφρασης αυτής της βίας -της κρατικής τρομοκρατίας- εκατοντάδες και τα παραδείγματα, και δεν υπάρχει κάποιος λόγος να επεκταθώ περεταίρω στην προκειμένη περίπτωση. Το ζήτημα είναι πως από την κρατική τρομοκρατία -που διεκδικεί το μονοπώλιο της βίας- προκύπτει η μόνη δίκαιη βία, η επαναστατική αντί-βία. Γιατί ακόμα και αν ο κόσμος για τον οποίο παλεύουμε είναι αυτός της μη-βίας, της αλληλεγγύης και της ελευθερίας, γνωρίζουμε πολύ καλά πως οι προνομιούχοι δε θα παραχωρήσουν εθελούσια την εξουσία τους, παρά μόνο με τη χρήση βίας.

Απέναντι στη βία αντιτάσσουμε βία, απέναντι στην ισχύ, ισχύ, με κάθε κόστος. Ακόμα και με τίμημα την ίδια την ελευθερία μας ή και τη ζωή μας. Για να σώσουμε τη ζωή μας πρέπει να είμαστε έτοιμοι να τη χάσουμε. Η επαναστατική βία, λοιπόν, δεν έχει να κάνει σε τίποτα με τη χρήση τρόμου. Ο τρόμος ήταν, είναι και θα είναι εργαλείο της κυρίαρχης τάξης για να επιβάλλεται.

Η ειδοποιός διαφορά της επαναστατικής αντιβίας από την κρατική τρομοκρατία συνοψίζεται στα λόγια του Μαλατέστα: «Αν, προκειμένου να νικήσουμε, θα έπρεπε να στήσουμε κρεμάλες στις πλατείες, θα προτιμούσα να χάσουμε».

Παρότι, λοιπόν, κι εμείς οι ίδιοι είμαστε κομμάτι αυτού του διεφθαρμένου και αλλοτριωμένου κόσμου και αναπόφευκτα τον κουβαλάμε μαζί μας, κουβαλάμε παράλληλα και την ανάγκη για επανάσταση. Παλεύουμε για ένα μέλλον ελεύθερο που, καλώς ή κακώς, μπορούμε να το δούμε μόνο μέσα από το πρίσμα του παρόντος. Και για να εξοπλίσουμε τον αγώνα μας στο παρόν, η απαλλοτρίωση είναι μια επαναστατική αναγκαιότητα.

Πρώτα από όλα για να απελευθερώσουμε χρόνο από τις ζωές μας, να μην εγκλωβιστούμε στα δίχτυα της μισθωτής σκλαβιάς.

Αλλά κυρίως για να χρηματοδοτήσουμε τον ευρύτερο αναρχικό αγώνα σε κάθε πτυχή του. Και ο αναρχικός αγώνας είναι μια πορεία προς τη συνολική χειραφέτηση του ανθρώπου. Μια πορεία προς την καταστροφή κάθε θεσμού που καταδυναστεύει την ανθρώπινη ύπαρξη.

Η απαλλοτρίωση τραπεζών ήταν και θα παραμείνει μια διαχρονική επιλογή των επαναστατικών κινημάτων, μια πράξη εξέγερσης ενάντια στο οικονομικό προπύργιο του καπιταλισμού. Φυσικά, δεν τρέφουμε αυταπάτες ότι με μια ληστεία θα ζημιωθεί η τράπεζα, πολλώ δε μάλλον το τραπεζικό σύστημα συνολικότερα. Όπως και να έχει είναι μια πράξη επαναστατική, μια ρωγμή στην παντοδυναμία του κράτους και του κεφαλαίου. Όχι, βέβαια, εξ ορισμού επαναστατική, αλλά πάντα σε συνάρτηση με το υποκείμενο που ορίζει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά αυτής της πράξης.

Εσείς μιλάτε για ληστεία στα πλαίσια τρομοκρατικής οργάνωσης, να ξεκαθαρίσω, λοιπόν, ότι δεν υπήρξα ποτέ μέλος καμίας οργάνωσης, παρά μόνο αναρχικός.

Ως αναρχικός, έκανα τη ληστεία και ως εκ τούτου ήταν μια συνειδητή πράξη αντίστασης, ένα μέσο απαραίτητο για την αυτοχρηματοδότηση της ζωής μου και του αγώνα. Μια επιλογή που θα ξαναέκανα και τη στηρίζω ακόμα, εφόσον οι λόγοι και τα κίνητρα που με οδήγησαν σε αυτή είναι η ίδια η φύση του καπιταλισμού, οι σχέσεις εκμετάλλευσης και καταπίεσης.

Και φυσικά, όταν μιλάμε για μια ληστεία στα πλαίσια του αναρχικού αγώνα, μιλάμε για συγκεκριμένη στόχευση και συγκεκριμένα χαρακτηριστικά κατά τη διάρκεια αυτής. Δε θα μπορούσε ποτέ να είναι στόχος μας για παράδειγμα το 44,3% του πληθυσμού της χώρας που χρωστάει στις τράπεζες και οδηγείται σε αναγκαστικές ρευστοποιήσεις για να επιβιώσει και να μη βγει σε πλειστηριασμό το σπίτι του.

Εμείς, σε αντίθεση με τον κρατικό μηχανισμό, δε «φορολογούμε» τις κατώτερες κοινωνικές τάξεις, τους φτωχούς και τους ανέργους, τους μη-έχοντες. Εμείς απαλλοτριώνουμε τα μέρη όπου υπερσυσσωρεύεται το κρατικό (και όχι μόνο) χρήμα, στοχεύουμε σε αυτούς που κλέβουν 37,7 δις. ευρώ από την κοινωνία για τη «διάσωση» του τραπεζικού συστήματος. Στοχεύουμε σε αυτό το 5% των μεγαλοοικογενειών της Ελλάδας που χρόνια τώρα καταδυναστεύουν τα χαμηλότερα κοινωνικά στρώματα της χώρας.

Όταν επιλέγουμε τη ληστεία, λοιπόν, επιλέγουμε ένα επαναστατικό μέσο, μία πράξη αγώνα, κι όπως κάθε επαναστατική δράση, οργανώνεται και εκτελείται βάση της ηθικής του υποκειμένου. Μια ηθική τελείως διαφορετική από αυτή που το σύστημα επιβάλλει. Μια ηθική στα πλαίσια των αναρχικών προταγμάτων.

Έτσι, ακριβώς επειδή η στοχοθεσία μας είναι συγκεκριμένη, όπως και οι σκοποί μας, επιλέγουμε να οπλιστούμε για να υπερασπιστούμε την ελευθερία μας, να αντιμετωπίσουμε τους ένοπλους και αδίστακτους φρουρούς του κεφαλαίου, τους τοποτηρητές της τάξης και της ασφάλειας.

Φυσικά, ως αναρχικοί είμαστε άκρως αντίθετοι με την κρατική αντίληψη περί «παράπλευρης απώλειας». Αυτός είναι ένας όρος που χρησιμοποιείται από την κυριαρχία για να καλύψει τα πιο ειδεχθή και αποκρουστικά της εγκλήματα. Ετσι, για εμάς κατά τη διάρκεια μιας ληστείας τα όπλα δε στρέφονται εναντίων όλων, στοχεύουν στην απαλλοτρίωση του χρήματος και στην αναγκαία επιβολή που απαιτεί η πράξη μας. Παρ’ όλα αυτά, δεν ισχύει το ίδιο για όσους έχουν στόχο να στερήσουν την ελευθερία μας.

Βέβαια, στην προκειμένη περίπτωση βρεθήκαμε σε μια ιδιότυπη συνθήκη κατά τη δίωξή μας. Η επιλογή μας να κλέψουμε το όχημα ενός τυχαίου οδηγού που βρέθηκε στο δρόμο μας τελικά προσέθεσε έναν παράγοντα έξω από εμάς. Επιλέξαμε να εμποδίσουμε τον οδηγό να ειδοποιήσει την αστυνομία για την κλοπή του αυτοκινήτου και ο μόνος τρόπος ήταν να τον πάρουμε μαζί μας για το χρονικό διάστημα που απαιτούσε η διαφυγή των συντρόφων μας.

Το δίλημμα όπου βρεθήκαμε όταν άρχισε η καταδίωξη απαντήθηκε, λοιπόν, από εμάς αποκλειστικά και σίγουρα με γνώμονα όχι έναν άκριτο ανθρωπισμό, αλλά τον προσωπικό μας αξιακό κώδικα. Δεν υπήρξε, λοιπόν, κανένας αφοπλισμός από τους αστυνομικούς, δε θα τους δώσω την ευχαρίστηση να εξυψώνουν το έργο της αστυνομίας για άλλη μία φορά. Ό,τι έγινε ήταν καθαρά δική μας επιλογή, μια απόφαση απεμπλοκής, βάσει των δικών μας κριτηρίων, συνεκτιμώντας όλους τους παράγοντες που είχαν προκύψει.

Πιστεύετε, λοιπόν, πως αυτές τις επιλογές είναι αρμόδιο ένα δικαστήριο να τις κρίνει, να τις αξιολογήσει ή έστω να σταθεί αντικειμενικά απέναντί τους; Φυσικά, όχι, ακριβώς επειδή είναι επιλογές που συνθέτουν έναν συνολικότερο αγώνα, στον οποίο είμαστε αντιμέτωποι. Και μιλάω για το σύνολο των επιλογών, όχι μόνο τη στιγμή της καταδίωξης.

Ακούστηκαν πολλά και διάφορα κατά τη διάρκεια της δίκης και ουκ ολίγες φορές επιχειρήθηκε από εσάς να παρουσιάσετε ένα πιο «δημοκρατικό» προσωπείο που δίνει χώρο στον πλουραλισμό των απόψεων, ότι δήθεν κατανοείτε σε ένα βαθμό αυτό που πρεσβεύουμε και προτάσσουμε. Ή, ότι δεν εκτελείτε εντολές, δεν είσαστε οι εντεταλμένοι δήμιοι του συστήματος. Ότι οι αποφάσεις δεν είναι προειλημμένες και ότι η δουλειά σας είναι να εφαρμόζετε το «γράμμα του νόμου». Αλήθεια, όμως, πώς ακριβώς εφαρμόζετε «το γράμμα του νόμου» από τη στιγμή που κανένας νόμος δεν έχει ένα και μοναδικό αυταπόδεικτο νόημα;

Επί της ουσίας, λοιπόν, δεν υπάρχει σχεδόν καμία περίπτωση παρέκκλισης της δικαστικής εξουσίας από την κρατική πολιτική. Ακόμα και οι περιπτώσεις όπου ο ανθρώπινος παράγοντας υπερισχύει ή σε περίπτωση κάποιου δικαστικού ακτιβισμού, είτε η πρωτοβουλία θα αφομοιωθεί από το ίδιο το σύστημα, είτε ο στόχος του δικαστικού ακτιβισμού θα είναι η αλλαγή κυβερνητικής πολιτικής και όχι η εναντίωση στον κρατικό μηχανισμό. Εξάλλου, η άμεση εμπλοκή σας σε αυτόν συνειδητά σας δεσμεύει και σε επίπεδο πολιτικής. Κάτι που προφανώς δεν κρύβεται, βγαίνει στην επιφάνεια όταν απειλείται η σταθερότητα και το δημοκρατικό προσωπείο του συστήματος. Όπως, για παράδειγμα, η υποδειγματική αφοσίωση του «κυρίου προέδρου» να υπαγορεύει συστηματικά τις απαντήσεις στους αστυνομικούς με στόχο να τους βγάλει από τη δύσκολη θέση να εκθέσουν τους συναδέλφους τους.

Είσαστε συνένοχοι, λοιπόν, στα αμέτρητα εγκλήματα της κρατικής τρομοκρατίας, συνυπεύθυνοι για την απελπιστική κατάσταση που βιώνουμε καθημερινά. Ταγμένοι υπερασπιστές ενός συστήματος εκμετάλλευσης και εξαθλίωσης. Δολοφόνοι, με τα χέρια σας ποτισμένα από το αίμα όλων αυτών των ελεύθερων και ανυπότακτων στιγμών. Κλαδιά στο «δέντρο» της εξουσίας και της διαφθοράς, αναγκασμένοι να ξεπλένετε το αίμα για να ελαφρύνει η συνείδησή σας. Ομως, η ματαιότητα της ύπαρξής σας επιβάλλει κι άλλο αίμα για να ξεπλύνει το προηγούμενο. Και φυσικά, μια δήθεν επιείκεια δεν έρχεται σε αντίθεση με τον αποκρουστικό σας ρόλο. Οι σίγουρες καταδίκες μας και οι αρκετές δικογραφίες που μας έχουν φορτώσει σας αφήνουν χώρο για δημοκρατικές «ευαισθησίες».

Το καθεστώς έκτακτης ανάγκης που βιώνουμε βασίζεται στην ύπνωση της κοινωνίας, συνεχίζει να υπάρχει όσο ο φόβος υπερισχύει της μαχητικότητας. Το κράτος και το κεφάλαιο απαιτούν παθητικότητα, ο μόνος τρόπος για να επιβιώσεις χωρίς να γίνεις στόχος της άγριας καταστολής είναι απλά να κλείσεις τα μάτια και αφήσεις τη ζωή σου να φεύγει, την Ιστορία να γράφεται χωρίς να την επηρεάσεις ούτε στο ελάχιστο.

Μια χειμερία νάρκη σε ένα βαθύ και ατέλειωτο «χειμώνα». Το «χειμώνα» της εξουσίας και της εκμετάλλευσης. Το «χειμώνα» του τρόμου, της βίας, του κράτους, των δυνάμεων καταστολής, των νόμων, των δικαστών, του καπιταλισμού.

Κι όμως, μέσα σε αυτό το διαρκή «χειμώνα» υπάρχουν κάποιοι που αψηφώντας το σκοτάδι των εποχών και την αναμφίβολη υπεροπλία του συστήματος παλεύουν για την αυριανή «άνοιξη». Κουβαλούν μέσα τους την επιμονή της άνοιξης που πάντα κερδίζει τη μάχη με το χειμώνα. Όλοι αυτοί οι άνθρωποι έχουν έναν κοινό γνώμονα, ποτέ τους δεν αρκέστηκαν σε αυτά που τους δίνονταν δήθεν απλόχερα.

Συλλογικοποιούνται κόντρα στις ηθικές προσταγές της εποχής και κάνουν το βήμα προς το αδύνατο. Το βήμα προς το άγνωστο, αλλά παράλληλα συναρπαστικό, ακριβώς επειδή είναι άγνωστο.

Ρίχτηκαν στον αγώνα πρώτα από όλα για να αλλάξουν τον εαυτό τους, αλλά και με την ελπίδα της διάχυσης του αγώνα στο σύνολο της κοινωνίας.

Είναι όλοι αυτοί άνθρωποι που αρνήθηκαν την επιβολή της εξουσίας και της εκμετάλλευσης, που στο πέρασμα των χρόνων έχουν παλέψει δίνοντας μέχρι και τη ζωή τους για το όνειρο της επανάστασης.

Άνθρωποι που ερωτεύτηκαν την Ιδέα της ανατροπής και την ανάγκη για την καταστροφή του πολιτισμού της οχυρωμένης μιζέριας. Οχυρωμένης πίσω απ’ τις στιγμές καταπίεσης, πίσω απ’ τον διάχυτο φόβο, πίσω απ’ τις συνεχείς «δολοφονίες» ανυπόταχτων επιθυμιών.

Ένα ταξίδι έχει αρχίσει εδώ και αιώνες, ένα μονοπάτι που το` χουν πατήσει εκατοντάδες άνθρωποι στο ρου της Ιστορίας. Μια πορεία προς την συνολική χειραφέτηση του ανθρώπου. Μια πορεία προς την Ουτοπία, προς την ελευθερία, την αναρχία. Και κάθε βήμα προς αυτή την κατεύθυνση –μικρό ή μεγάλο– φέρει το βάρος της ιστορίας όλων αυτών των ανθρώπων. Κάθε βήμα και μια στιγμή αγώνα στο δρόμο για την επανάσταση.

Δίνουμε και εμείς με τη σειρά μας υπόσχεση πως δε θα προδώσουμε ποτέ τον αγώνα, δε θα ξεχάσουμε ποτέ την ομορφιά αυτού του ταξιδιού.

Δηλώνω λοιπόν αμετανόητα αναρχικός, κομμάτι ενός αγώνα που κουβαλάει τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του εκάστοτε αγωνιστή, ενός αγώνα πολυτασικού, μα με έναν κοινό στόχο, την επανάσταση.

Κι αν είναι κάτι σίγουρο είναι πως τίποτα δεν έχει τελειώσει, τώρα όσο ποτέ πρέπει να συνεχίσουμε και να εντείνουμε τον αγώνα μας, να αποτελέσουμε την επαναστατική προοπτική για το οριστικό ξεπέρασμα του καπιταλισμού.

ΟΛΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ, ΜΕΧΡΙ ΤΗΝ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΑΝΑΡΧΙΑ.

Ανδρέας-Δημήτρης Μπουρζούκος
(31 Ιουλίου 2014)