Καθώς το καθεστώς μπαίνει σύσσωμο σε φάση προεκλογικής πόλωσης, η κατασταλτική υστερία κλιμακώνεται. Μετά το τρομολαγνικό σόου που ακολούθησε της σύλληψης του Αντώνη Σταμπούλου και την προσπάθεια απομόνωσής του στις φυλακές της Λάρισας, την εκ νέου απόρριψη της αίτησης του Σάββα Ξηρού και την ωμή απαγόρευση τηλεφωνικής παρέμβασης του Νίκου Μαζιώτη, ήρθε με διαφορά δύο ημερών, η σύλληψη του Πολύκαρπου Γεωργιάδη και της Στέλλας Αντωνίου με μία ιδιαίτερα «προωθημένη» ερμηνεία της παραβίασης των περιοριστικών όρων που τους έχουν επιβληθεί. Συγκεκριμένα, ο σύντροφος Πολύκαρπος Γεωργιάδης συνελήφθη στις 21 Οκτωβρίου, ενώ προσπαθούσε να ταξιδέψει στο εξωτερικό (χωρίς να του έχει επιβληθεί ο όρος της απαγόρευσης εξόδου από τη χώρα), ενώ στις 23 Οκτωβρίου, συνελήφθη στο χωριό Δημητσάνα, η συντρόφισσα Στέλλα Αντωνίου με τη γνωστή πρόφαση της παραβίασης των όρων διαμονής της. Στην περίπτωση της Στέλλας Αντωνίου, τα γουρούνια της αντιτρομοκρατικής μαζί με τη συνδρομή της τοπικής αστυνομίας, προχώρησαν στο βασανισμό της συντρόφισσας κατά τη διαδικασία της λήψης δείγματος DNA, πράγμα και στο οποίο και απέτυχαν λόγω της σθεναρής αντίστασής της.
Είναι σαφές πως όλα αυτά τα περιστατικά είναι αλληλένδετα. Εντάσσονται στην επένδυση του κράτους, στο δόγμα νόμος και τάξη, στο εκτρωματικό αυτό πρακτικό και ιδεολογικό πλαίσιο, μέσω του οποίου ερεθίζεται κάθε ποταπό και συντηρητικό κοινωνικό ένστικτο. Νομιμοποιούνται εντός του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης στο οποίο έχει αυτοπεριέλθει το κράτος, για να αντιμετωπίσει τους κραδασμούς στο εσωτερικό του.
Μετά τη θεσμοθέτηση της απομόνωσης των πολιτικών κρατουμένων με τις ειδικές συνθήκες τύπου Γ’, το κράτος συνεχίζει να κινείται με κεκτημένη ταχύτητα στην κατεύθυνση της εξόντωσης οποιουδήποτε του εναντιώνεται. Η σύλληψη του συντρόφου Πολύκαρπου Γεωργιάδη και της συντρόφισσας Στέλλας Αντωνίου δεν αποτελούν κατά περίπτωση τυχαίες αυθαιρεσίες της δικαστικής εξουσίας. Αποτελούν τις πρωτόλειες εφαρμογές ενός νέου κατασταλτικού πλαισίου το οποίο θα επεκτείνεται πέρα και μετά τη φυλάκιση. Οι λεγόμενοι περιοριστικοί όροι – που σαν σκοπό τους έχουν τη συνέχιση του ελέγχου για ένα χρονικό διάστημα πάνω σε όσους έχουνε περάσει από τις φυλακές – αφού πήραν πρωτοφανείς μορφές στο ζύμωμα τους με τον αντιτρομοκρατικό (απαγόρευση επικοινωνίας ανάμεσα σε συγκατηγορούμενους, απαγόρευση εισόδου σε πανεπιστημιακούς χώρους κ.τ.λ.) μετασχηματίζονται για να πάρουν την τελική μορφή του κατ’ οίκον περιορισμού, μίας ιδιότυπης δηλαδή, μορφής φυλάκισης μετά τη φυλακή.
Ταυτόχρονα, η σύλληψη των δύο συντρόφων αποτελεί σπουδή στην εκδικητικότητα της εξουσίας. Η σύλληψη τους στέλνει ένα έμπρακτο και ξεκάθαρο μήνυμα : οι διώξεις και η καταδίωξη δε σταματάει ποτέ για αυτούς που αγωνίζονται. Ή σκύβεις το κεφάλι και παραιτείσαι ή θα συλλαμβάνεσαι, θα βασανίζεσαι, θα παρενοχλείσαι από την αστυνομία επ’ αόριστο. Είτε αποκηρύσσεις, είτε τα μίντια θα ανατροφοδοτούν τις τρομολαγνικές εικόνες τους, θα ανακυκλώνουν τηλεοπτικές στοχοποιήσεις και καταδίκες, έως ότου η εξόντωση σου να έρθει σα φυσικό επακόλουθο μπροστά στα έντρομα μάτια της κοινής γνώμης.
Στην αντίπερα όχθη, όμως, απέναντι σε όλο αυτό το μηχανισμό καταστολής και τρομοκρατίας του καθεστώτος, απέναντι στην επιβαλλόμενη ματαιότητα, οι συλλογικές και ατομικές αντιστάσεις, οι αρνήσεις και οι υπερβάσεις στέλνουν το δικό τους μήνυμα. Η περίπτωση της συντρόφισσας Στέλλας Αντωνίου αποτελεί μία έμπρακτη απόδειξη, πως οι κατασταλτικοί μηχανισμοί δεν είναι παντοδύναμοι, πως ακόμα και σε ατομικό επίπεδο, με όλες τις πιθανότητες ενάντια, μπορούν να υπάρχουνε νίκες.
ΑΠΕΝΑΝΤΙ ΣΤΗΝ ΚΑΤΑΣΤΑΛΤΙΚΗ ΕΠΕΛΑΣΗ ΤΟΥ ΚΡΑΤΟΥΣ, Η ΜΟΝΗ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΕΙΝΑΙ Η ΚΛΙΜΑΚΩΣΗ ΤΟΥ ΑΓΩΝΑ
ΚΑΝΕΝΑΣ ΣΥΝΤΡΟΦΟΣ ΜΟΝΟΣ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΩΝ ΔΙΩΚΤΙΚΩΝ ΑΡΧΩΝ
ΚΑΜΙΑ ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ
ΔΙΚΤΥΟ ΑΓΩΝΙΣΤΩΝ ΚΡΑΤΟΥΜΕΝΩΝ