Monthly Archives: May 2015

[Θεσσαλονίκη] Ανάληψη ευθύνης για τοποθέτηση εμπρηστικών μηχανισμών

ΕΜΠΡΗΣΤΙΚΟ ΜΠΑΡΑΖ

Στις διάφορες περιόδους της ανθρώπινης ιστορίας, τα καθεστώτα εξουσίας έχουν γνωρίσει τόσο την κοινωνική αποδοχή, όσο και τις αντιστάσεις. Και όλα αυτά μέχρι να καταλήξει στο σταθμό του καπιταλιστικού κόσμου, ο όποιος για τα δυτικά δεδομένα διακατέχεται από το σύνολο των αξιών της δημοκρατίας. Με την πάροδο των αιώνων, η δημοκρατικές αξίες στέριωσαν σε μεγάλο βαθμό ως ηθικοί κανόνες μέσα στις δυτικές κοινωνίες και έγιναν συνώνυμο των νόμων που ορίζουν τα δικαιώματα και τις υποχρεώσεις των πολιτών, την επιβράβευση των νομοταγών και την τιμωρία των αντιφρονούντων. Για την εξασφάλιση αυτής της νομιμότητας η οποία αποσκοπεί και στην επιβίωση του καπιταλιστικού συστήματος διατηρήθηκαν και αναμορφώθηκαν υπάρχοντες θεσμοί ανάλογα με τις εκάστοτε ανάγκες της εξουσίας που στοχεύουν στην εσωτερίκευση των καπιταλιστικών όρων ζωής,(εκπαίδευση, οικογένεια, θρησκεία, ΜΜΕ) και στην επιβολή τους (αστυνομικές και δικαστικές αρχές). Η δημοκρατία όμως θεμελιώνεται κυρίως μέσα από τον κοινοβουλευτισμό και το εκλογικό σύστημα, πράγμα το οποίο διασαφηνίζει και τον ιεραρχικό χαρακτήρα που αυτή ενέχει. Και αυτός ο χαρακτήρας επισφραγίζεται μέσα από την ανάθεση, καθιστώντας πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες ικανούς να αποφασίζουν και να διαχειρίζονται τις ζωές ανθρώπων, των οποίων τα συμφέροντα όχι μόνο δεν είναι κοινά με τους πρώτους, αλλά αντιθέτως είναι ανταγωνιστικά και εχθρικά.

Το δικαίωμα στην ψήφο αποτελεί την επιτομή μιας στρατηγικής αποπροσανατολισμού των δημοκρατικών καθεστώτων που καθιστά τους καταπιεσμένους ελεγχόμενους, καθώς δίνεται στου τελευταίους η ψευδής εικόνα πως διατηρούν κάποιου είδους δύναμη,-την εκλογική-, πως ασκώντας το εν λόγω δικαίωμα θα διαμορφώσουν όρους ζωής που αυτοί θέλουν. Η παρούσα πολιτική συγκυρία στον ελλαδικό χώρο, επιβεβαιώνει πως τα όρια αλλαγής τα οποία ανέχεται η δημοκρατία, θα είναι πάντα περιορισμένα στα πλαίσια της ιεραρχίας, της ανισότητας και της καταπίεσης. Ο ΣΥΡΙΖΑ αν και παρουσιάστηκε και ψηφίστηκε ως η αλλαγή, η ελπίδα και ως η πιο δίκαιη και ανθρώπινη έκφανση του δημοκρατικού καθεστώτος απέδειξε πως όποια διαχείριση και αν επιλέξει ο καπιταλισμός για την δημοκρατία, θα βρίσκεται πάντα σε διαρκή σύγκρουση με την ελευθερία. Απέδειξε πως η οποιαδήποτε απειλή προς την δημοκρατία θα αντιμετωπίζεται κατασταλτικά, τοποθετώντας την καταστολή ως το αναγκαίο μέσο για τη θωράκιση της δημοκρατίας (αποκλεισμός και εισβολή στην κατάληψη της πρυτανείας εν μέσω της απεργίας πείνας κρατουμένων αγωνιστών, διακοπή της ηλεκτροδότησης στο ΕΚΧ σχολείο, την εισβολή σε νέες καταλήψεις -Ντουγρού(Λάρισα), Acta et verba (Ιωάννινα)-, την επίθεση μπάτσων στους αγωνιζόμενους κατοίκους της Χαλκιδικής).

Η αντιτρομοκρατική στρατηγική για την θεμελίωση του κράτους και τα όργανα της καταστολής

Ήδη από τα πρώτα χρόνια της δεκαετίας του ’90 άρχισε να διαμορφώνεται μια προσπάθεια επαναπροσδιορισμού της στρατηγικής με την οποία το κράτος θα αντιμετώπιζε τον εσωτερικό του εχθρό, που αγωνίζεται εναντίον του. Αρχικά στοχεύοντας στην καταστολή της δράσης οργανώσεων όπως η 17Ν και ο Ε.Λ.Α, αλλά και για να συμπλέει με τις ευρωπαϊκές κατευθύνσεις που η Ιταλία, η Ισπανία και η Γερμανία είχαν διαμορφώσει σε αυτόν τον τομέα, το ελληνικό κράτος νομοθετεί πάνω στην αντιτρομοκρατική πολιτική. Βέβαια θα χρειαστεί μια ολόκληρη δεκαετία μέχρι ο αντιτρομοκρατικός νόμος να αποκρυσταλλωθεί στην μορφή που έχει σήμερα, μια μορφή που ήρθε συστημένη από την άλλη άκρη του ατλαντικού, όταν η Η.Π.Α αναγκάστηκαν να ενδώσουν με ένα μανδύα που η δυτική κοινωνία θα μπορούσε να χωνέψει ευκολότερα την ανάπτυξη τους με στρατιωτικές εισβολές στην ασιατική ήπειρο. Πίσω στα ελληνικά δεδομένα, αυτή η τροπή που κατάφερε να προσδώσει ένα τόσο γενικό όρο σε ένα μεγάλο εύρος κοινωνικών παραγόντων, ήταν αρκετή ώστε να αιωρείται μια αόριστη ταύτιση ένοπλων επαναστατικών οργανώσεων με φονταμενταλιστικές ομαδοποιήσεις μέσα στο κοινό τσουβάλιασμα ενός υποτιθέμενου κλονισμού της ακεραιότητας του ευρύτερου κοινωνικού συνόλου.

Μέσα σε αυτή τη συγκυρία, το γνήσιο τέκνο των χουντοπρακτόρων της ΚΥΠ, η αντιτρομοκρατική υπηρεσία αρχίζει να αποκτά έναν ουσιαστικό ρόλο στο κυρίαρχο πολιτικό σκηνικό, εκμεταλλευόμενη, με τις ευλογίες της δικαιοσύνης, τα ξεχειλωμένα όρια των αντιτρομοκρατικών νομοθετημάτων, εισάγει την στρατηγική εξόντωσης των “συνήθη ύποπτων” αναρχικών, αντιεξουσιαστών και κομμουνιστών που καθίστανται στόχος της καταστολής, ωμής( με διαρκείς προσαγωγές και τρομοκρατήσεις) και μιντιακής (με διαρκή δημόσια στοχοποίηση δια μέσω των δουλικών τους δημοσιογραφίσκων).

Μερικές “κατά τύχη” επιτυχίες της ΔΑΕΒΒ και η σταδιακή αναβάθμιση της κοινωνίας μας σε κοινωνία big brother (πράγμα που τροφοδοτεί την υπηρεσία με μαζικές εκμεταλλεύσιμες πληροφορίες) κατέστησαν την αντιτρομοκρατική σε ισχυρό παράγοντα- διακύβευμα – για την κρατική ακεραιότητα, γεγονός που της απέδιδε όλο και πιο αναβαθμισμένα δικαιώματα, ισορροπώντας πάνω σε μια θολή γραμμή που διαχωρίζει το αν ακολουθούν εντολές πολιτικών προϊσταμένων ή αν οι τελευταίοι σε ορισμένες περιπτώσεις υποτάσσονται στις επιθυμίες αξιωματούχων της ΔΑΕΒΒ. Η τελευταία διαμορφώνεται σε εμπροσθοφυλακή του ντόπιου κεφαλαιοκρατικού στρατού, μια ένοπλη μαφία, που με την σφραγίδα της νομιμότητας στοχεύει στην διασφάλιση της καπιταλιστικής συνέχειας στον “τόπο”, επιτίθεται σε δομές του αναρχικού αγώνα, εισβάλει σε καταλήψεις (ΔΕΛΤΑ, Βίλα Αμαλίας) και σπίτια συντρόφων, προσαγάγει αναίτια αντιεξουσιαστές και ταυτόχρονα πασχίζει να εξοντώσει σε φυλακές και απομονώσεις όσους οι επιλογές αγώνα τους, τους έφεραν σε ξεκάθαρη αντιπαράθεση με την αντιτρομοκρατική δικαιοσύνη. Αυτό το χρέος της αντιτρομοκρατικής και του νομοθετικού πλαισίου που την περικλείει διαφάνηκε πρόσφατα μετά την απεργία πείνας αγωνιστών κρατουμένων για την κατάργηση αυτού του οικτρού νομοθετήματος. Το γεγονός ότι η κατάργηση του αντιτρομοκρατικού ουδέποτε θίχτηκε από τους πολιτικούς κυρίαρχους, έδειξε ακόμα περισσότερο πως αυτός ο νόμος αποτελεί κύριο πυλώνα πάνω στον οποίο χτίζεται το πλαίσιο ασφαλείας όχι μόνο του ελληνικού, αλλά και του παγκόσμιου καπιταλιστικού συστήματος. Γι αυτό η αντιπαράθεση μαζί του είναι ουσιαστικής σημασίας ως κομμάτι μιας συνολικής αντιπαράθεσης με τον κόσμο της εξουσίας και της καταπίεσης.

Δεν είναι βέβαια μόνο η αντιτρομοκρατική υπηρεσία που είναι ταγμένη στο να υπηρετεί το εξουσιαστικό σύστημα, αλλά κάθε δύναμη και υπηρεσία της ΕΛ.ΑΣ επιτελεί και έναν ξεχωριστό ρόλο στο παιχνίδι της ασφάλειας. Η πρώτη γραμμή μάχης στο διαρκή κοινωνικό πόλεμο, για το κρατικό στρατόπεδο, στελεχώνεται από τα Μ.Α.Τ. Τα καθάρματα της εν λόγω υπηρεσίας διακατέχονται από νοητικές ικανότητες που τους επιτρέπουν να σκεφτούν μόνο μέχρι το πως θα επιτεθούν σε διαδηλωτές, σε πορείες ή και τώρα τελευταία (μετά το παράδειγμα της Ικτίνου) σε νεολαίους που δεν περνούν το βράδυ τους μέσα σε χώρους κατανάλωσης και διασκέδασης. Και αν και η αλήθεια είναι πως τα στρατιωτάκια της εν λόγω υπηρεσίας κρύβονται πίσω από τις ασπίδες, τα κράνη και τον εξοπλισμό τους, δεν θα περιμέναμε την όποια κυβέρνηση να τους τον αφαιρέσει για να εξισορροπηθούν οι όροι. Είναι στο χέρι μας να διαμορφώσουμε εμείς τους όρους αντιπαράθεσης, να συγκρουστούμε μαζί τους οργανωμένα στους δρόμους, να τους βρούμε όταν αμέριμνοι αράζουν στις υπηρεσίες τους, να επισκεφτούμε τα σπίτια τους…

Και επειδή τα δεδομένα αλλάζουν διαρκώς διαμορφώνοντας μια ταχύτατα μεταβαλλόμενη πραγματικότητα, εμείς οφείλουμε να την αναλύουμε ψάχνοντας πιο εύστοχους τρόπους οργάνωσης και δράσης. Γνωρίζοντας ότι ποτέ και καμία κυβέρνηση δεν θα μπορέσει να χωρέσει τα όνειρα μας (αφού σαν διαχειριστής της κρατικής εξουσίας συμπυκνώνει όλα τα χαρακτηριστικά τα όποια δεν έχουν καμία σχέση με την ελευθερία που εμείς επιδιώκουμε) συνειδητοποιούμε ότι ο μόνος δρόμος που μας απομένει είναι αυτός του αδιαμεσολάβητου αντιιεραρχικού αγώνα για να πάρουμε τις ζωές μας στα χέρια μας. Ενός αγώνα που δεν μπορεί να αφομοιωθεί, που δεν υποκύπτει στις κρατικές παραχωρήσεις, που δεν μας επιτρέπει να γλυκοκοιτάξουμε την ήρεμη και συμβιβασμένη ζωή που θα μπορούσαμε να έχουμε. Αγώνας για να γίνει επίκαιρο το επαναστατικό όραμα. Και αυτό μπορεί να γίνει μόνο μέσω της δυναμικής ανάπτυξης και αλληλεπίδρασης όλων των δομών που πολεμούν με λόγο και με πράξεις το κυρίαρχο οικοδόμημα και τις σχέσεις που αυτό προωθεί. Πρέπει να αντιληφθούμε ότι οι εξουσιαστικοί μηχανισμοί δεν είναι απρόσωποι, παρά έχουν όνομα και διεύθυνση. Μπάτσοι, δικαστικοί, πολιτικοί, δημοσιογράφοι, όσοι υπηρετούν το καπιταλιστικό σύστημα και εργάζονται αδιάκοπα για την συντήρηση και διαιώνιση του, πρέπει να καταλάβουν πως ο φόβος μπορεί να αλλάξει στρατόπεδο, πως το να κλείνεις βίαια ανθρώπους σε φυλακές, να ξεχαρμανίαζεις βίαια τσακίζοντας διαδηλωτές στους δρόμους, να αφιερώνεις την ζωή σου στην καταστολή όσων αγωνίζονται είναι επιλογές, επιλογές που έχουν συνέπειες, επιλογές που ο κόσμος του αγώνα δεν μπορεί και δεν πρέπει να αφήνει αναπάντητες.

Γι αυτό το βράδυ της πέμπτης 28/5 τοποθετήσαμε εμπρηστικούς μηχανισμούς στις εισόδους των σπιτιών του ανθυπαστυνόμου των ΜΑΤ Ντούρο Παναγιώτη στην περιοχή της Νεάπολης στην οδό Παπαφλέσσα 5 και στον μπάτσο της αντιτρομοκρατικής Δημοσχάκο στην περιοχή της Πυλαίας στην οδό Ψελλού 10.

Αλληλεγγύη στους φυλακισμένους αναρχικούς που συνεχίζουν να μάχονται με όσα μέσα διαθέτουν μέσα από τα τείχη.

Δύναμη στους καταζητούμενους συντρόφους και σε αυτούς που σχεδιάζουν τις επόμενες κινήσεις τους.

αναρχική ομαδοποίηση άμεσης δράσης

Υ.Γ Στις 29/5 πέφτει νεκρός ο Σπύρος Δραβίλας μετά από επιχείρηση της αντιτρομοκρατικής και των ΕΚΑΜ στη Χρυσή ακτή μαγνησίας. Εκδίκηση για όσους πέσαν νεκροί έχοντας οπλιστεί με αξιοπρέπεια. ΟΛΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ

Ανάληψη ευθύνης για την εκτέλεση του αρχιφύλακα Σ. Καλλιμάνη στις 21/2/2015

“Αρνούμαστε τον τρόπο ζωής που μας έχει επιβάλλει η αστική τάξη με την εκμετάλλευση, τη φτώχεια και την καταπίεση. αρνούμαστε να συνεχίσουμε να αποτελούμε το άλλοθι των αστυνομικών και αντιπρολεταριακών δομών του Κράτους. Σύντροφοι, η εις βάρος μας καταστολή συνοδεύει και τελειοποιεί το φασισμό των νόμων του κράτους. επιβεβαιώνει το γεγονός ότι η εξουσία καταπατεί τα δικαιώματα των πιο αδύναμων προλετάριων, ενώ ετοιμάζεται να καταπατήσει την ελευθερία ολόκληρου του προλεταριάτου. Εμείς δεν έχουμε επιλογή: ή θα εξεγερθούμε και θα αγωνιστούμε ή θα πεθάνουμε αργά στις φυλακές, τα γκέτο, τα ψυχιατρεία όπου μας εγκλείει η αστική κοινωνία και με τους τρόπους που η βία μας επιβάλλει.”
ΕΝΟΠΛΟΙ ΠΡΟΛΕΤΑΡΙΑΚΟΙ ΠΥΡΗΝΕΣ (NAP), Ιταλία 1975

Στις 21 Φεβρουαρίου 2015, στις 5 το απόγευμα, στην περιοχή Κούβελα Στυλίδας, ομάδα πολιτοφυλακής του λαϊκού κινήματος, εκτέλεσε έξω από το σπίτι του τον Αρχιφύλακα των Φυλακών Τύπου Γ Δομοκού, Σ. Καλλιμάνη. Η εκτέλεση του Καλλιμάνη ήταν μια πράξη λαϊκής δικαιοσύνης. Ο Καλλιμάνης ήταν ένας εχθρός του λαού. Ένας άθλιος βασανιστής του. Ένας πωρωμένος εξουσιαστής, που συνήθιζε να επιθεωρεί τις ακτίνες των φυλακών κρατώντας μια γκλίτσα. Σαν να ήταν οι κρατούμενοι τα πρόβατα του. Και εκείνος ο βοσκός τους. Έτσι αντιλαμβανόταν τη σχέση τους μαζί τους ο Καλλιμάνης. Με όρους γκλίτσας. Τέτοια ήταν η δικαιοδοσία και το αίσθημα υπεροχής που ένιωθε ότι είχε απέναντι τους. Στο διεστραμμένο του μυαλό, αυτός ήταν ο τσοπάνης και οι κρατούμενοι τα αρνάκια του!

Από πού αντλούσε αυτήν την αλαζονεία ο Καλλιμάνης; Ποιός θεσμός του έδινε τέτοια εξουσία, ζωής και θανάτου κυριολεκτικά, απέναντι σε άλλους ανθρώπους. Το κράτος, η δημοκρατία, η δικαιοσύνη; Το σκέτο ναι θα ήταν αόριστο και πολύ γενικό. Οφείλουμε να γίνουμε λίγο πιο σαφείς. Είναι η αστική δικαιοσύνη και η αστική νομιμότητα, το αστικό κράτος εν γένει που οπλίζει το χέρι του Καλλιμάνη και του κάθε βασανιστή σαν και του είδους του. Είναι το αστικό κράτος που προσφέρει συνειδητά στους λειτουργούς του τέτοια “δικαιώματα και ελευθερίες”. Γιατί γνωρίζει πολύ καλά ότι η αθλιότητα του καπιταλιστικού συστήματος που είναι ταγμένο να προασπίζει, μόνο με μέσα σαν κι αυτά διαφυλάσσεται αποτελεσματικά.

Ο λαός δεν μπορεί να περιμένει δικαιοσύνη από ένα δικαιικό σύστημα που έχει φτιαχτεί για να εξυπηρετεί τους καπιταλιστές. Αυτούς δηλαδή που ιδιοποιούνται, ληστεύοντας και σκοτώνοντας, τον πλούτο που παράγει η εργατική τάξη και η χώρα. Δεν μπορεί να υπάρξει δικαιοσύνη για τους εκμεταλλευόμενους και τους καταπιεσμένους από ένα σύστημα δικαίου και ηθικής που φτιάχτηκε από τους εκμεταλλευτές και τους καταπιεστές τους. Όπως οι δούλοι δεν είχαν θέση σε ένα σύστημα δικαίου που φτιάχτηκε από τους δουλοκτήτες, όπως οι ακτήμονες και οι κολίγοι δεν είχαν θέση σε ένα σύστημα δικαίου που κατασκεύασαν οι φεουδάρχες και οι τσιφλικάδες έτσι και η εργατική τάξη και ο λαός δεν μπορεί να περιμένει δικαιοσύνη από ένα σύστημα δικαίου που φτιάχτηκε για να εξυπηρετεί τα συμφέροντα των τραπεζιτών, των βιομηχάνων, των εφοπλιστών. των αστών.

Η αστική δικαιοσύνη είναι άδικη εκ φύσεως. Η πηγή του δικαίου της, η ατομική ιδιοκτησία των μέσων παραγωγής, είναι η πηγή της κοινωνικής αδικίας. Είναι αδύνατον να μεταρρυθμιστεί ουσιαστικά. Πρέπει μαζί με το σύνολο του αστικού κράτους να τσακιστεί, να συντριβεί.

Για αυτό και ο λαός δεν οφείλει ούτε να την σέβεται ούτε να την αναγνωρίζει, αλλά να την χλευάζει και να την πολεμά. Να αναλύει τον ταξικό της χαρακτήρα και να αναδεικνύει τα αναρίθμητα εγκλήματα που έχει διαπράξει στην αιματοβαμμένη ιστορία της. Και βέβαια να αποδίδει τη δική του δικαιοσύνη, τη λαϊκή δικαιοσύνη, επιστρέφοντας όταν μπορεί ένα ποσοστό βίας σε αυτούς που συστηματικά του την ασκούν. Τα αφεντικά, τους μπάτσους, τους δικαστές, τους φασίστες, τους ανθρωποφύλακες. Και ειδικότερα σε εκείνους, τους σεσημασμένους στη λαϊκή συνείδηση, που συνειδητά και κατ’ εξακολούθηση εγκληματούν σε βάρος του.

Όπως ήταν ο Καλλιμάνης. Όπως ήταν ο Μαράτος. Όπως ήταν ο Μάλλιος, ο Μπάμπαλης, ο Πέτρου. Οπως ήταν ο Θεοφανόπουλος, ο Ανδρουλιδάκης, ο Ταρασουλέας, ο Βενάρδος. Για να αναφέρουμε μερικούς μόνο από τους εχθρούς του λαού που το λαϊκό κίνημα και οι ένοπλες οργανώσεις του (17Ν, ΕΛΑ, 1η ΜΑΗ, ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΙΚΗ ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ, ΑΝΤΙΚΡΑΤΙΚΗ ΠΑΛΗ) τιμώρησαν παραδειγματικά τις προηγούμενες δεκαετίες.

Ας εξετάσουμε όμως επιγραμματικά κάποιες από τις παραπάνω περιπτώσεις, πριν ασχοληθούμε ειδικά με αυτή του Καλλιμάνη.

Τι ήταν Μαράτος; Ένας δολοφόνος κρατουμένων. Ένας ψυχίατρος που έθεσε τις επιστημονικές του γνώσεις στην υπηρεσία της καταστολής. Ένας υπάνθρωπος που μετέτρεψε, ως διευθυντής του Ψυχιατρείου Κορυδαλλού (δεκαετία 80′) εκατοντάδες κρατούμενους σε πειραματόζωα. Ένας βασανιστής που οδηγούσε στο μαρτύριο του σταυρού και της καθήλωσης και τελικά στο θάνατο όσους διανοούνταν να αντισταθούν στις “θεραπευτικές” του μεθόδους.

Τι ήταν οι Μάλλιος, Μπάμπαλης; Δύο βασανιστές της χούντας. Δύο αδίστακτοι ασφαλίτες στα χέρια των οποίων μαρτύρησε κατά την περίοδο της δικτατορίας, ο ανθός του ελληνικού λαού, οι χιλιάδες πολιτικοί κρατούμενοι, αγωνιστές και αγωνίστριες του αντιδικτατορικού κινήματος.

Τι ήταν ο Πέτρου; Ο επικεφαλής του νεότευκτου ( το 1980) αστυνομικού σώματος των ΜΑΤ. Στο ενεργητικό του είχε καταγράψει σωρεία εγκληματικών επιθέσεων εναντίον του λαϊκού κινήματος που είχαν αφήσει πίσω τους νεκρούς και τραυματίες.

Τί ήταν οι Θεοφανόπουλος, Ταρασουλέας; Δύο φασιστοειδή, ανώτεροι δικαστικοί, βασιλικοί επίτροποι στα νιάτα τους. Την ίδια ώρα που έκλειναν τα μάτια μπροστά στα αναρίθμητα σκάνδαλα της αστικής τάξης και του πολιτικού της προσωπικού, έστελναν με σαδιστική ευκολία στα- εν πλήρη γνώσει τους άντρα βασανισμού- κάτεργα της Κέρκυρας, της Λάρισας, της Πάτρας, του Επταπυργίου, του Κορυδαλλού εκατοντάδες λαϊκούς ανθρώπους που η αδυσώπητη πραγματικότητα του καπιταλισμού είχε οδηγήσει στον αποκλεισμό, την περιθωριοποίηση και την παραβατικότητα.

Όλα αυτά τα καθάρματα κρατούσαν καίριες θέσεις στο μηχανισμό καταστολής του αστικού κράτους. Αν εξαιρέσεις, τους Μάλλιο, Μπάμπαλη που για λόγους τακτικής το καραμανλικό καθεστώς είχε απαλλάξει από τα καθήκοντα τους -χωρίς βέβαια ποτέ να τιμωρήσει- οι υπόλοιποι κατά τη χρονική στιγμή της εκτέλεσης τους περιβάλλονταν με την πλήρη εμπιστοσύνη του συστήματος που υπηρετούσαν. Τα έργα τους, πολύ γνωστά στους κόλπους των υπηρεσιών τους -ήταν κοινή πρακτική άλλωστε- ήταν αποδεκτά. Έχαιραν εκτίμησης. Θεωρούνταν αναγκαία και επιβεβλημένα. Η αστική δημοκρατία των δύο πρώτων μεταπολιτευτικών δεκαετιών ήταν ακόμα πολύ μικρή για να ζήσει χωρίς τα κληροδοτήματα που της άφησε το ένδοξο παρελθόν της. Το εμφυλιακό και μετεμφυλιακό καθεστώς, η αμερικανοκρατία, το κράτος της δεξιάς, η χούντα. Η νέα φάση καπιταλιστικής ανάπτυξης στην οποία εισερχόταν με όχημα την αστική δημοκρατία η χώρα μετά το 1974,δεν θα μπορούσε να εδραιωθεί χωρίς την κτηνώδη βία των μηχανισμών κρατικής καταστολής απέναντι στον εχθρό λαό. Το αυτόνομο εργατικό-απεργιακό κίνημα της περιόδου 75-81, το αναρχικό κίνημα της επόμενης δεκαετίας, το κίνημα ενάντια στις φυλακές, οδοφράγματα δίπλα σε άλλα στις συνεχείς αναδιαρθρώσεις που επέβαλλε το κεφάλαιο προς όφελος του, έπρεπε να παταχθούν αμείλικτα και αδυσώπητα. Από τους μηχανισμούς καταστολής του αστικού κράτους. Από τους μπάτσους, τους δικαστές, τους ανθρωποφύλακες. Από τον Μαράτο, τον Πέτρου, τον Ταρασουλέα, τον Θεοφανόπουλο και τόσους άλλους -αναρίθμητα πολλούς- που πλαισίωσαν με τον ίδιο ζήλο το σκληρό πυρήνα του συμπλέγματος αστυνομία, δικαιοσύνη, φυλακές εκείνης της περιόδου.

Αν κάτι πρέπει να προβληματίζει το λαϊκό κίνημα δεν είναι το πολιτικά σκόπιμο ή μη τέτοιων επιθέσεων, αλλά το γεγονός ότι αυτές ήταν λίγες, δυσανάλογα λίγες απέναντι στον αριθμό αυτών που δεχόταν ο λαός και το ίδιο. Για το ότι το ποσοστό της βίας που επέστρεφε στους διώκτες του ήταν πολύ μικρό για να τους αναχαιτίσει. Πρακτικά, η σκληρή αυτή πραγματικότητα, για το χώρο των φυλακών, σήμαινε αδράνεια απέναντι στα φρικτά εγκλήματα που διαπράττονταν εκεί. Σήμαινε αδράνεια μπροστά στα κατ’ εξακολούθηση εγκλήματα της -στελεχωμένης ως επί το πλείστον από απόστρατους βασανιστές της χούντας- σωφρονιστικής υπηρεσίας. Σήμαινε τη σιωπή για τις καθηλώσεις, τα ηλεκτροσόκ, τις δολοφονίες στα κάτεργα της Κέρκυρας, του Κορυδαλλού, της Πάτρας, του Επταπυργίου, της Λάρισας… Σήμαινε τελικά το σκύψιμο του κεφαλιού μπροστά στην κτηνώδη κρατική βία. Γιατί τι άλλο από αδράνεια εμφανίζει ένα κίνημα που θέλει να λέγεται λαϊκό και το οποίο δεν μπορεί να απαντήσει στοιχειωδώς στα εγκλήματα που διαπράττονται σε βάρος του λαού; Όπως επιβεβαιώνει η ιστορία, η ατιμωρησία των κατ’ επάγγελμα εχθρών του λαού μόνο αρνητικούς συσχετισμούς για το λαό και την εργατική τάξη παράγει. στην αποθράσυνση των εγκληματιών συμβάλλει και την βαθιά ατιμωτική πεποίθηση ότι τελικά τίποτα δεν μπορεί να αλλάξει προωθεί.

Ας επιστρέψουμε όμως στον Καλλιμάνη. Ποιός ήταν ο Καλλιμάνης; Ποιά εγκλήματα σε βάρος των κρατουμένων τον βάραιναν εκτός από το να το παίζει γιδοβοσκός και να πουλάει καουμποϊλίκι εκ του ασφαλούς; Τι αναγνώρισε στο πρόσωπο του το λαϊκό κίνημα και αποφάσισε την εκτέλεση του;

1/4 αιώνα μετά την εκτέλεση Μαράτου, το λαϊκό κίνημα αναγνωρίζει και τιμωρεί στο πρόσωπο του Καλλιμάνη 25 χρόνια κρατικής βίας μέσα στις φυλακές. Απονέμει δικαιοσύνη και εκδικείται για εκατοντάδες δολοφονημένους και χιλιάδες σακατεμένους κρατούμενους- γιατί σε τέτοια επίπεδα ανέρχεται ο αριθμός των νεκρών και σακατεμένων κρατουμένων από το ξύλο, τα βασανιστήρια, την πρέζα, την πλημμελή ιατρική περίθαλψη, τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης γενικά. Σύμφωνα με έρευνες που έχουν δει το φως της δημοσιότητας, τη δεκαετία 1981-1990 191 κρατούμενοι έχασαν τη ζωή τους και την επόμενη 306. Από το 1980 έως το 2005 έχασαν τη ζωή τους συνολικά 730 κρατούμενοι. Ενώ από το 1980 έως το 2000 υπήρξαν 562 θάνατοι εκ των οποίων οι 102 αυτοκτονίες, με τις περισσότερες να σημειώνονται την δεκαετία 90 όπου ο αριθμός ήταν 25 φορές μεγαλύτερος από τις αυτοκτονίες στο γενικό πληθυσμό για τα περισσότερα χρόνια. Με βάση τα παραπάνω μακάβρια στατιστικά τίθεται ένα ερώτημα: σε πόσες και ποιές από τις εκατοντάδες, τις χιλιάδες φτωχές και λαϊκές οικογένειες άξιζε να παραλάβουν νεκρά τα παιδιά, τα αδέρφια, τις κόρες, τις μάνες και τους πατεράδες τους;

Ο Καλλιμάνης άνηκε στο σκληρό πυρήνα της σωφρονιστικής ιεραρχίας. Τα τελευταία χρόνια θα έλεγε κανείς μάλιστα ότι είχε εξελιχθεί στο νο 2 της πίσω από το αδιαφιλονίκητο νο 1, τον κουμπάρο και επιστήθιο φίλο του, τον ιστορικό ηγέτη της σωφρονιστικής μαφίας Αντώνη Αραβαντινό. Η σχέση του με τον τελευταίο θα σταθεί καθοριστική για την υπηρεσιακή του ανέλιξη. Ο Καλλιμάνης χαρακτηριστικό ρόπαλο τα πρώτα χρόνια της θητείας του στις φυλακές Κορυδαλλού, με ενεργό συμμετοχή σε δεκάδες ξυλοδαρμούς και εκατοντάδες εξευτελισμούς κρατουμένων, γρήγορα βλέπει τον κατασταλτικό του ζήλο να επιβραβεύεται. Το έμπειρο μάτι του Αραβαντινού δεν θα αργήσει να διακρίνει τα προσόντα του. Ο Καλλιμάνης είναι βίαιος, θρασύς, διεφθαρμένος, με ελάχιστες ηθικές αναστολές, έτοιμος κυριολεκτικά για όλα. Συγκεντρώνει δηλαδή όλα τα στοιχεία για να πάει μπροστά. Για να ανέλθει στα σκαλοπάτια της σωφρονιστικής ιεραρχίας. Για να γίνει Υπαρχιφύλακας και από τη θέση αυτή να μπει πλέον στα μεγάλα κόλπα. Στα μεγάλα κουμάντα. Στη διοίκηση των φυλακών και στο σκληρό πυρήνα της σωφρονιστικής μαφίας. Από επιτελική θέση δεν θα εκτελεί πλέον αλλά θα οργανώνει και θα εποπτεύει την πολιτική του αστικού κράτους μέσα στις φυλακές. Μια πολιτική το περιεχόμενο της οποίας συμπυκνώνεται στην αρχή της “επιβολής της τάξης με κάθε μέσο” δεν επιδέχεται ασφαλώς πολλών (παρε)ερμηνειών. Στο εκρηκτικό περιβάλλον των φυλακών, όπου το διαρκές βασανιστήριο του εγκλεισμού συναντά την στα όρια εξαθλίωσης φτώχεια άλλο μέσο για την εμπέδωση του νόμου και της τάξης από την καταστολή και τη βία δεν υπάρχει. Είναι τέτοια η αδικία που αναβλύζει από “τον ναό της δικαιοσύνης” όπως προκλητικά αποκαλούν οι δικαστές την φυλακή, που οποιοδήποτε άλλο μέσο απόσπασης συναινέσεων πέρα από τη βία και την καταστολή καθίσταται πρακτικά ατελέσφορο.

Η φυλακή δεν μπορεί να ελεγχθεί δίχως βία και καταστολή. Δίχως ξυλοδαρμούς και πρέζα. Δίχως βασανιστήρια και δολοφονίες. Μόνο με την ωμή καταστολή μπορεί να καταπολεμηθεί το ανθρώπινο πάθος για ελευθερία που κατοικεί, άλλοτε σε ύπνωση και άλλοτε σε διέγερση, στα κελιά. Εκείνο το πάθος που κατέθεσαν άφθονο είτε δρώντας μαζικά είτε ατομικά, οι εκατοντάδες, οι χιλιάδες αγωνιστές κρατούμενοι, στις μικρές και μεγάλες εξεγέρσεις που πραγματοποίησαν μέσα στις φυλακές τις τελευταίες τέσσερις δεκαετίες. Το πάθος του Κεχαϊδη, του Γαγλία, του Βερνάρδου, του Πετρόπουλου, του Σκανδάλη, του Τεμπερεκίδη, του Παπαδόπουλου, του Πάλλη. Εκείνο το πάθος που κατέκαψε τα κάτεργα της Κέρκυρας, του Κορυδαλλού, του Επταπυργίου, της Πάτρας, της Λάρισας, των Τρικάλων, της Αλικαρνασσού, του Μαλανδρίνου…

Η αποσιώπηση εξασφαλίζει τη συγκάλυψη και η συγκάλυψη την ατιμωρησία: για να μείνει ατιμώρητο το καθημερινό έγκλημα που συντελείται στις φυλακές χρειάζεται να παραμείνει κρυφό. Και την αποσιώπηση αυτή μόνο ένα ευρύ δίκτυο δημόσιων σχέσεων εντός και εκτός φυλακής μπορεί να εγγυηθεί. μόνο με τη συνδυασμένη δράση μια ευρείας γκάμας χαρακτήρων, η οποία περιλαμβάνει από ανώτερο αστυνομικό και δικαστικό προσωπικό, πολιτικούς και δημοσιογράφους έως επιχειρηματίες της νύχτας, μαφιόζικα κυκλώματα και μπράβους, μπορεί να μένει στεγανός ο “εκτός των τειχών λαός” από τον ανείπωτο ανθρώπινο πόνο που πλημμυρίζει τα κάτεργα. Αναγκαία προϋπόθεση, αν μη τι άλλο, ώστε η σωφρονιστική κρεατομηχανή να συνεχίζει απρόσκοπτα το έγκλημα της σε βάρος του έγκλειστου πολυεθνικού προλεταριάτου -γιατί προλετάριοι, βασανισμένοι προλετάριοι είναι στην πλειοψηφία τους, οι άνθρωποι που στοιβάζονται στις φυλακές. Απλοί άνθρωποι του λαού, φτωχοί, μεροκαματιάρηδες, άνεργοι, άρρωστοι, απόκληροι, μετανάστες, ένα εργατικό δυναμικό πεταμένο από την παραγωγική διαδικασία, ένα εργατικό δυναμικό που κηρύσσεται παράνομο και εξοντώνεται στα κελιά της δημοκρατίας.

Σε αυτό το επίπεδο, των δημόσιων σχέσεων, ο Καλλιμάνης θα αναδειχθεί σε αυθεντία. Είχε άλλωστε θητεύσει και στην κατάλληλη “σχολή”. Οι δημόσιες σχέσεις ήταν πάντα το δυνατό χαρτί του Αραβαντινού και της κλίκας του μέσα στις φυλακές. Πάνω σε αυτές εξασφάλιζαν τα νώτα τους. Πάνω σε αυτές έστηναν τις μπίζνες τους, που είχαν μετατρέψει τις φυλακές σε κερδοφόρες επιχειρήσεις και εξέχοντα μέλη της σωφρονιστικής μαφίας σε εκατομμυριούχους. Πάνω σε αυτές εδραίωναν την κυριαρχία τους. Και τελικά χάρη σε αυτές, έφερναν σε πέρας το έργο που τους ανάθεταν οι πολιτικοί τους προϊστάμενοι. Οι πολιτικοί διαχειριστές του αστικού κράτους. Το υπουργείο Δικαιοσύνης και η κυβέρνηση.

Δουλεύοντας σκληρά και κυρίως αξιοποιώντας τις διασυνδέσεις και τον αέρα που του προσέφερε η ενεργός του συμμετοχή στο κύκλωμα Αραβαντινού, ο Καλλιμάνης ανεβαίνει γοργά στην σωφρονιστική ιεραρχία. Συνδέεται πλέον πολύ στενά με το μεγάλο αφεντικό. Η κουμπαριά τους επισφραγίζει τη σχέση τους. Ο Καλλιμάνης γίνεται πλέον το δεξι του χέρι. Γίνεται ο υπαρχηγός. Από τη θέση του δεν χρειάζεται πια να βάφει ο ίδιος τα χέρια του με αίμα. Τώρα πια είναι αυτός που κατευθύνει, που καθοδηγεί, που διοικεί. Άλλωστε ο κυρ Αντώνης ο κουμπάρος του είχε μπει εδώ και χρόνια, όπως δήλωνε ο ίδιος, σε διαδικασία συνταξιοδότησης. “Έχω μεγαλώσει πια, δεν μπορώ να είμαι τόσο αποδοτικός όπως παλιά. Μόνο η αγάπη μου για τη δουλειά με κρατάει στη φυλακή” ήταν η μόνιμη επωδός του στους τσάτσους που τον περιβάλλουν και στις τηλεοπτικές εκπομπές που τον καλούν ως ειδικό περί του “σωφρονισμού”. Υπό αυτές τις συνθήκες η διαδοχή του Αραβαντινού φάνταζε προδιαγεγραμμένη. Η προαγωγή του Καλλιμάνη σε Αρχιφύλακα των φυλακών τύπου Γ Δομοκού επιβεβαίωσε αυτό που φημολογούνταν τον τελευταίο καιρό ανοιχτά: ο Καλλιμάνης παίρνει το τιμόνι των φυλακών. Ως πρώτος Αρχιφύλακας των Φυλακών τύπου Γ εγκαινιάζει τις νέες ειδικές συνθήκες κράτησης και το κατασταλτικό καθεστώς που τις συνοδεύει. Μετά από ευδόκιμη θητεία 17 ετών ο Καλλιμάνης μετατρέπεται στη βασική κατασταλτική αιχμή του αστικού κράτους μέσα στις φυλακές.

Σε μια από τις πιο κρίσιμες για την άρχουσα τάξη περίοδο, σε μια περίοδο που παράγει νομοτελειακά συγκρούσεις, εξεγέρσεις και ένοπλο αγώνα, ο Καλλιμάνης καλείται να αντιμετωπίσει, υπερθωρακισμένος με τις νέες εξουσίες που του έδινε ο πρόσφατα ψηφισμένος νόμος για τις φυλακές τύπου Γ, τους πολιτικούς και αγωνιστές κοινωνικούς κρατούμενους. Όσους δηλαδή βρίσκονται στη φυλακή εξαιτίας της επαναστατικής πολιτικής τους δράσης και όσων η συμπεριφορά δεν συνάδει με αυτή του προβάτου, όπως θα ήθελε ο Καλλιμάνης, αλλά με αυτή του εξεγερμένου ανθρώπου.

Αναμφίβολα ο Καλλιμάνης συγκέντρωνε πολλά από τα προσόντα που απαιτούνταν για μια τέτοια θέση. Ήταν έμπειρος, βίαιος, καλά δικτυωμένος με πανίσχυρες άκρες εντός και εκτός φυλακής. Και είχε πάντα, βέβαια, τον Αραβαντινό δίπλα του. Οι κολλεγιές μερίδας πολιτικών κρατουμένων με γνωστά μαφιόζικα κυκλώματα με τα οποία εκείνος συνεργαζόταν αγαστά για χρόνια, του πρόσθεταν επιπλέον πόντους στην κούρσα της διαδοχής. Στα μάτια των πολιτικών του προϊστάμενων, ο Καλλιμάνης θα φανεί ως ο ιδανικός για να σπάσει, επιτέλους, ο πάγος ανάμεσα στην υπηρεσία και τους πολιτικούς κρατούμενους. Για να επέλθει έτσι η πολυπόθητη τάξη ανέξοδα, χωρίς εντάσεις και διαπληκτισμούς.

Όχι, δεν υποτιμούσαν οι πολιτικοί προϊστάμενοι του Καλλιμάνη το ειδικό βάρος των πολιτικών κρατουμένων ούτε τη δυναμική που μπορούσε να αναπτύξει το κίνημα αλληλεγγύης. Είχαν άλλωστε πικρή ιστορική εμπειρία. Η ελεγχόμενη επικοινωνία και συναλλαγή, όμως, αποτελούσε την πρώτη επιλογή της πολιτικής τους. Ακόμα και υποχωρήσεις σε κάποια επιμέρους ζητήματα του νέου νόμου, ήταν έτοιμοι σιωπηρά να αποδεχθούν, καταπώς διοχέτευαν τα παπαγαλάκια τους εντός και εκτός φυλακής, προκειμένου να αποτραπούν οι εντάσεις. Στην περίπτωση βέβαια που η οδός της πειθούς και της διαπραγμάτευσης απέβαινε άκαρπη, η οδός της ράβδου παρέμενε πάντα σε ισχύ. O Καλλιμάνης και η κλίκα του ήταν έτοιμοι για όλα. Δεν θα δίσταζαν να εφαρμόσουν τη νέα νομοθεσία με κάθε μέσο. Ακόμα και αν αυτό σήμαινε ότι θα έπρεπε να αντιπαρατεθούν( ακόμα και βίαια) με τους πολιτικούς και τους αγωνιστές κοινωνικούς κρατούμενους. Ο Καλλιμάνης ήταν αποφασισμένος. Οι πολιτικοί και αγωνιστές κοινωνικοί κρατούμενοι, αν δεν πείθονταν με το καλό, θα πειθαρχούσαν με το ζόρικο. Με τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο ο Καλλιμάνης έφτιαξε το όνομα του τα πρώτα χρόνια της θητείας του. Με τις μαγκιές, τους τσαμπουκάδες, το ξύλο. Άλλωστε, το μήνυμα που τους εξέπεμπαν οι πολιτικοί του προϊστάμενοι την τελευταία πενταετία ήταν σαφές. Για τον χώρο των φυλακών η εφαρμογή της μνημονιακής πολιτικής σήμαινε “τσάκισμα κάθε απόπειρας αντίστασης εν τη γενέσει της”. Ασφαλώς ο διάλογος, η επικοινωνία και η η συνδιαλλαγή παρέμεναν πρώτη επιλογή, στο βαθμό ωστόσο που κάτι τέτοιο δεν επιτυγχάνεται η άμεση καταστολή οφείλει να αναλάβει δράση. Το νέο και πλήρως προσαρμοσμένο στις κατασταλτικές ανάγκες της μνημονιακής περιόδου, νομοθετικό πλαίσιο για τις φυλακές τύπου Γ, έπρεπε πάση θυσία να εφαρμοστεί. Για τον Καλλιμάνη και συνολικά για τον σκληρό πυρήνα της κρατικής καταστολής η πρόκληση ήταν μπροστά. Έπρεπε να φανούν αντάξιοι της αποστολής που τους ανέθεταν τα αφεντικά τους. Ο ταξικός μας εχθρός. Το κράτος, το κεφάλαιο, ο ιμπεριαλισμός. Γιατί αυτό ήταν στην πραγματικότητα ο Καλλιμάνης: ένα πιστό και συνειδητό σκυλί του ταξικού εχθρού. Ένα πιστό και συνειδητό σκυλί στην υπηρεσία της εκάστοτε πολιτικής μαφίας που διαχειρίζεται τις τύχες του αστικού κράτους. Ένα άγριο μαντρόσκυλο της αστικής τάξης. Με μία λέξη, ένας εχθρός του λαού και της εργατικής τάξης, ένας πωρωμένος υπερασπιστής της αστικής τυραννίας. Ένας σύγχρονος ταγματασφαλίτης, ένας δωσίλογος.

Ο Καλλιμάνης είναι ο ταγματασφαλίτης της κατοχής, ο ΜΑΥς του εμφυλίου, ο εκοφίτης του κράτους της ΕΡΕ, ο βασανιστής επί χούντας, ο βασανιστής επί αστικής δημοκρατίας. Είναι η χαρακτηριστική φιγούρα κρατικού οργάνου που ανεξαρτήτως συνθηκών (ξένη κατοχή, χούντα, αστική δημοκρατία) υπερασπίζει συνειδητά και με πάθος το ένα και το αυτό: την υποδούλωση της εργατικής τάξης και της χώρας στην ελληνική αστική τάξη και τον ιμπεριαλισμό.

Ο Καλλιμάνης ήταν ένα μαντρόσκυλο που δάγκωνε πολύ. Είχε ξεσκίσει ήδη πάρα πολλούς. Ήθελε όμως να δαγκώσει ακόμα παραπάνω. Αυτό άλλωστε πρόσταζαν τα αφεντικά του. Και ο ίδιος είχε πιστέψει ότι μπορούσε. Να μπήξει ακόμα πιο βαθιά το μαχαίρι του ταξικού εχθρού στο σώμα των αγωνιστών του λαϊκού κινήματος πολιτικών κρατουμένων και του έγκλειστου πολυεθνικού προλεταριάτου. Τελικά δεν τα κατάφερε. Ομάδα πολιτοφυλακής του λαϊκού κινήματος τον εξόντωσε. Αποδίδοντας δικαιοσύνη. Τη δικαιοσύνη του λαού. Τη δικαιοσύνη που απέδιδαν οι πολιτικοί και ταξικοί μας πρόγονοι: η κλεφτουριά των ελληνικών βουνών, ο λαϊκός στρατός και οι οργανώσεις του το 41-49, οι αντάρτικες ομάδες του λαϊκού κινήματος στην δικτατορία και την μεταπολίτευση.

Αφιερώνουμε την επίθεση σε όσους αφήσανε την τελευταία τους πνοή σε κάποιο κάτεργο. Σε όσους βασανίστηκαν στα πειθαρχεία των φυλακών, σε όσους βρήκαν το κουράγιο να ξανανεβούν στις ταράτσες, σε όσους διατήρησαν την ανθρωπιά και την αγωνιστικότητα τους, στους απεργούς πείνας που μας σφίγγουν τις γροθιές τους από κάποιο νοσοκομείο. Σε όσους συνεχίζουν να αγωνίζονται…

Απευθύνουμε, ακόμα, θερμό επαναστατικό χαιρετισμό στους αγωνιστές του λαϊκού κινήματος, πολιτικούς κρατούμενους. Σάρκα από τη σάρκα του λαού και της εργατικής τάξης, οι πολιτικοί κρατούμενοι είναι οι πρωτομάχοι του λαϊκού αγώνα. Είναι αυτοί που πληρώνουν με τα αίμα και την ελευθερία τους την στράτευση τους στην υπόθεση του λαού και της επανάστασης. Είναι αυτοί που μέσα από τα τείχη των φυλακών κρατάνε ψηλά τη σημαία της πάλης για μια άλλη κοινωνία.

Ο πολυήμερος αγώνας που δώσανε το προηγούμενο διάστημα απέδειξε για μία ακόμη φορά το υψηλό επίπεδο συνείδησης και στράτευσης που διαθέτουν. Απέδειξε το ασίγαστο πάθος τους για αγώνα και ελευθερία.

Μην αφήνοντας τη νέα πολιτική διαχείριση να κωλυσιεργήσει σε βάρος τους, με τις γνωστές δημιουργικές της ασάφειες, οι πολιτικοί κρατούμενοι παρεμβαίνουν δυναμικά στο καινοφανές πολιτικό σκηνικό που διαμορφώνεται. Μετατρέποντας (κάποιοι από αυτούς για μία ακόμη φορά) τα κορμιά τους σε οδόφραγμα, σηκώνουν στις πλάτες τους την εν υπνώσει- εν μέσω συριζαιικής ραστώνης- ταξική σύγκρουση της περιόδου. Ανοίγουν μέτωπο με μια βασική στρατηγική της άρχουσας τάξης και του ιμπεριαλισμού: με αυτήν, βασικά, που έχει να κάνει με τη θωράκιση του μνημονιακού καθεστώτος έκτακτης ανάγκης από τον εχθρό λαό. Αντιπαρατιθέμενοι με κάποιες από τις αιχμές αυτής της θωράκισης, όπως ήταν οι αντιτρομοκρατικοί νόμοι, το νομοθετικό πλαίσιο για τις φυλακές τύπου Γ, ο κουκουλονόμος, η ανεξέλεγκτη χρήση DNA, η παράταση της κράτησης του Σ.Ξηρού και η ποινικοποίηση των συγγενικών σχέσεων στην υπόθεση της ΣΠΦ, οι πολιτικοί κρατούμενοι και το κίνημα αλληλεγγύης διεξήγαγαν αντικειμενικά έναν αγώνα λαϊκό-ταξικό. Έναν αγώνα που αφορά το λαό και την εργατική τάξη συνολικά. Και αυτό γιατί ο αγώνας των πολιτικών κρατουμένων ως αναπόσπαστο μέρος του συνολικού λαϊκού δημοκρατικού αγώνα για τα δικαιώματα και τις ελευθερίες της εποχής μας, έθεσε στο επίκεντρο της αντιπαράθεσης τον πυρήνα της αστικής και ιμπεριαλιστικής πολιτικής. Τον πυρήνα από όπου εκπορεύεται η σύγχρονη στρατιωτικοποιημένη καταστολή. Την ταξική εκμετάλλευση και την ιμπεριαλιστική ληστεία, στην εποχή της παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης και του (ξανα)μοιράσματος των αγορών και των σφαιρών επιρροής.

Οι πολιτικοί κρατούμενοι και το λαϊκό κίνημα βγαίνουν από αυτόν τον αγώνα ενισχυμένοι. Τακτικά, γιατί κατάφεραν να διεμβολίσουν την κυρίαρχη πολιτική. Η κατάργηση των Φυλακών τύπου Γ και των περισσότερων διατάξεων του κουκουλονόμου, η ελευθερία -με περιοριστικούς όρους- που δικαιούται πλέον ο Σ.Ξηρός, η αποφυλάκιση των συγγενικών προσώπων μελών της ΣΠΦ, η διασφάλιση -έστω κάποιων πολύ σχετικών- εγγυήσεων σχετικά με τη λήψη του DNA συνιστούν αναμφίβολα, μια μικρή οσο και διακριτή, υποχώρηση του ταξικού εχθρού. Αν μάλιστα συνυπολογίσουμε στα παραπάνω και την ικανοποίηση κάποιων πάγιων αιτημάτων των κρατουμένων που περιλαμβάνει ο νέος νόμος του υπουργείου Δικαιοσύνης (μερική κατάργηση φυλακών ανηλίκων, απόλυση εκατοντάδων κρατουμένων που έχουν συμπληρώσει ένα μίνιμουμ ποινής, κ.α.) θα μπορούσαμε να μιλήσουμε για την πρώτη -σε τέτοιο επίπεδο – νίκη του λαϊκού κινήματος την τελευταία μνημονιακή πενταετία. Η σχετική έστω αναδίπλωση του ταξικού εχθρού, στο τόσο ευαίσθητο για αυτόν πεδίο της “αντιτρομοκρατίας” και της ποινικής καταστολής, επιβεβαιώνει ότι με αποφασιστικότητα και ψυχή, οι αγώνες μπορούν να διασπούν τις γραμμές του αντιπάλου και να γίνονται αποτελεσματικοί.

Σε μια συγκυρία δε, σαν την τωρινή, όπου τη διαχείριση του αστικού κράτους ασκεί σε σύμπραξη με την ακροδεξιούς των ΑΝΕΛ, ένα κόμμα που αναφέρεται στην αριστερά, ο ΣΥΡΙΖΑ, τέτοιοι αγώνες, έχουν πέραν της τακτικής, μεταξύ άλλων και μια σημασία στρατηγική. Μια σημασία παραδειγματική. Υπό την έννοια ότι δείχνουν, στην τωρινή στιγμή ταξικής πάλης, το μοναδικό δρόμο αγώνα που οι λαϊκές μάζες μπορούν να διαβούν. Αυτόν της άμεσης ανυποχώρητης αντιπαράθεσης. Με τον ταξικό εχθρό συνολικά. Με το αστικό κράτος, την αστική τάξη, τον ιμπεριαλισμό. Και ως εκ τούτου και με την εκάστοτε κυβέρνηση που άρχει στο όνομα της αστικής τάξης και του ιμπεριαλισμού. Όπως είναι, αν και με διαφορετικούς όρους (τους οποίους βέβαια οφείλουμε να εντοπίζουμε) από την κυβέρνηση ΝΔ-ΠΑΣΟΚ, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ. Μια κυβέρνηση αστικής διαχείρισης, μια κυβέρνηση στην υπηρεσία του ντόπιου κεφαλαίου και των διεθνών εξαρτήσεων του. Μια κυβέρνηση την οποία ο λαός θα βρίσκει διαρκώς απέναντι του όταν οι αγωνιστικές του διεκδικήσεις ξεπερνούν τα αστικά εσκαμμένα. Και θα την βρίσκει, όπως η εξέλιξη της πρόσφατης απεργίας πείνας έδειξε, με όρους ανάλογους με αυτούς που έβρισκε τις προκατόχους της. Δηλαδή με τον αυταρχισμό και την καταστολή. Με τον κιτρινισμό και την συκοφαντία. Με τα ΜΑΤ, την ομάδα ΔΕΛΤΑ, την αντιτρομοκρατική.

Ασφαλώς δεν παραγνωρίζουμε, ούτε προσπερνάμε τις αστοχίες και τις ανεπάρκειες που παρατηρήθηκαν κατά τη διάρκεια της μάχης που δόθηκε. Παθογένειες που ταλανίζουν το λαϊκό κίνημα δεκαετίες, εμφανίστηκαν το δίχως άλλο οξυμένες, εντός μιας νέας και εν πολλοίς αδιευκρίνιστης πολιτικής συνθήκης, όπως ήταν αυτή που εγκαινίαζε η επικράτηση του ΣΥΡΙΖΑ στις πρόσφατες εκλογές. Δηλωτική της πολιτικής ουράς που ακολούθησε έναντι του ευρωρεβιζιονισμού σημαντική μερίδα του κινήματος, η απουσία μιας ενιαιομετωπικής στρατηγικής απέναντι στον ΣΥΡΙΖΑ και την πολιτική του, είχε σαν συνέπεια το επικίνδυνο και καθηλωτικό τρίπτυχο: αναμονή, ανοχή, υποταγή, που καλλιεργούσε συστηματικά η κυβέρνηση, να διασπά τις γραμμές μας και να τις απομαζικοποιεί. Στο αποδυναμωμένο και εμφανώς συγχυσμένο κινηματικό περιβάλλον του Μάρτη του 2015, φαινόμενα μικροαστικής σήψης και παρακμής -μονίμως ευδοκιμούντα στο σώμα του κινήματος άλλωστε- όπως ο ατομικισμός, η βουλησιαρχία, ο αντικοινωνισμός, όπως ο ηγεμονισμός, ο παραγοντισμός, ο παρεϊσμός, βρήκαν έδαφος να αναπτυχθούν. Αλλοιώνοντας κάποιες φορές τον ίδιο το χαρακτήρα της λαϊκής-ταξικής πάλης και το ήθος που επιβάλλεται να απορρέει από αυτήν.

Παρόλα αυτά, η αναγκαία συλλογική αυτοκριτική για τις ελλείψεις που εμφανίσαμε ως κίνημα στον πρόσφατο αγώνα, σε καμία περίπτωση δεν πρέπει να μετατραπεί σε μια ακατάσχετη λαθολογία, σε μια καθηλωτική εσωστρέφεια. Οι ζώσες δυνάμεις του κινήματος, όσες δηλαδή ζουν και αναπνέουν για το λαϊκό αγώνα και την ταξική πάλη, οι δυνάμεις εκείνες που σήκωσαν το πολιτικό βάρος της απεργίας πείνας οδηγώντας την μέχρι το τέλος και τη νίκη, μπορούν και πρέπει να προχωρήσουν.

Οι προκλήσεις είναι άλλωστε μεγάλες και είναι μπροστά! Ο “έντιμος συμβιβασμός” που επίκειται στο πολύ κοντινό μέλλον, ανάμεσα σε κυβέρνηση και δανειστές οδηγεί σε ντροπιαστική συμφωνία-πλήρη υποταγή στους ιμπεριαλιστές δανειστές ΕΕ-ΕΚΤ-ΔΝΤ- και σε νέο βάρβαρο αντιλαϊκό μνημόνιο.

Η χρονική περίοδος που ανοίγεται μπροστά μας είναι κρίσιμη: από το πώς θα παρέμβουμε στις επερχόμενες εξελίξεις, κρίνεται(για ακόμη μία φορα) η δυνατότητα θεμελίωσης μιας σύγχρονης επαναστατικής στρατηγικής. Η ευκαιρία είναι στα χέρια μας σύντροφοι. Εμπρός να την αρπάξουμε!

Υ.Γ. Συλλυπητήρια σε όσους για μια ακόμη φορά δώσανε τα διαπιστευτήρια τους στη σωφρονιστική μαφία, στέλνοντας στεφάνια στην κηδεία του ανθρωποφύλακα-βασανιστή Καλλιμάνη. Είναι άλλωστε γνωστό: η διατήρηση της ηγεμονίας και των μεγαλοπρονομίων “εντός των τειχών” μόνο με την καθημερινή συνεργασία με το βαθύ πυρήνα της σωφρονιστικής μαφίας εξασφαλίζεται.

ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΠΟΛΙΤΟΦΥΛΑΚΗΣ
ΛΑΪΚΗ ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ

[Θεσσαλονίκη] Περιοριστικοί όροι στους συλληφθέντες της κατάληψης ΔέΛΤΑ

Στις 28.5 οι 10 συλληφθέντες της κατάληψης ΔέΛΤΑ κλήθηκαν να απολογηθούν ενώπιον ανακριτή και εισαγγελέα σχετικά με τις κατηγορίες των διακεκριμένων φθορών και κλοπών, παρόλο που η υπόθεση για τις ίδιες κατηγορίες έχει εκδικαστεί αθωωτικά και πρωτόδικα σε προηγούμενο δικαστήριο. Με το πέρας της διαδικασίας, εισαγγελέας και ανακριτής αποφάσισαν να επιβάλουν στους συντρόφους και συντρόφισσες τον περιοριστικό όρο της εμφάνισης στα κατά τόπους αστυνομικά τμήματα μια φορά το μήνα.

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΣΤΟΥΣ ΔΙΩΚΟΜΕΝΟΥΣ ΤΗΣ ΚΑΤΑΛΗΨΗΣ
ΚΑΤΩ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΑΠΟ ΤΙΣ ΚΑΤΑΛΗΨΕΙΣ ΚΑΙ ΤΟΥΣ ΑΥΤΟΟΡΓΑΝΩΜΕΝΟΥΣ ΧΩΡΟΥΣ
ΠΟΛΕΜΟ ΣΕ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΙ ΚΑΠΙΤΑΛΙΣΜΟ

[Αθήνα] Κείμενο του συντρόφου Γιώργου Καλαϊτζίδη μετά την είδηση του θανάτου του Σπύρου Δραβίλα

Τον Σπύρο τον γνώρισα στις φυλακές Κορυδαλλού τον Ιούλιο του 2005. Από την πρώτη μέρα μαζί με τον Βασίλη Παλαιοκώστα με βοήθησαν να προσαρμοστώ στο περιβάλλον της φυλακής. Ήμασταν κάθε μέρα μαζί στο κελί 30 αυτός και δίπλα στο 28 εγώ. Φαγητό μαζί γυμναστική και ατελείωτες πλάκες και φάρσες από τον Σπυράκο. Ήταν το πειραχτήρι της παρέας. Έκανε σε όλους μας αστεία αλλά κανείς δε θύμωνε γιατί έκανε την καθημερινότητά μας πιο υποφερτή. Συναντηθήκαμε πάλι κάποια χρόνια μετά στα δικαστήρια της Λάρισας όταν πήγα μάρτυρας υπεράσπισής του για μια υπόθεση που τον μπλέκαν οι μπάτσοι. Κλασικός Σπυράκος να μου κάνει πλάκα που με έβλεπε να με ξεβρακώνουν οι εκαμίτες μέσα στην αίθουσα για σωματικό έλεγχο… “Τι έγινε αναρχικέ μου?” η κλασική του φράση όταν με έβλεπε. Τελευταία συνάντηση στο Βοξ σε μία άδειά του ήπιαμε τις μπύρες μας και μιλήσαμε για τα παλιά. Ίδιος και απαράλλαχτος με τα αστεία του και το χαμόγελό του. Χαιρετηθήκαμε “Τα λέμε ρε φίλε.” Και ήταν φίλος ο Σπύρος. Από τους σπάνιους. Δε θα σε άφηνε και δε θα σε παράταγε ποτέ. Για ανθρώπους σαν και αυτόν το σύνθημα “Ούτε ποινικοί, ούτε πολιτικοί” αποκτά νόημα.

ΑΝΤΙΟ ΡΕ ΣΥΝΤΡΟΦΕ

Το όνομά σου και τα λόγια σου ξεχάστηκαν
πριν στεγνώσουν τα κόκαλά σου
και το ψέμα που σε σκότωσε
θάφτηκε κάτω από ’να μεγαλύτερο ψέμα
Αλλά αυτό που είδα στο πρόσωπό σου
καμία δύναμη δεν μπορεί να σβήσει
Δεν έχει βρεθεί ακόμα η βόμβα
που θα καταστρέψει το κρυστάλλινο πνεύμα.

ΓΙΩΡΓΟΣ ΚΑΛΑΪΤΖΙΔΗΣ

[Αθήνα] Ανάληψη ευθύνης για την έκρηξη στο γραφείο Λύρη

”Η καταπολέμηση του φασισμού χωρίς την κατανόηση ευρύτερων εννοιών μεγάλης κλίμακας, δηλαδή χωρίς το στόχο ανατροπής της κρατικής ηγεμονίας και του καπιταλισμού, θα ήταν σαν να κόβει κανείς τα κλαδιά ενός δηλητηριώδους φυτού αφήνοντας άθικτη τη ρίζα, σαν χτυπάει τα πλοκάμια του χταποδιού αντί για το κεφάλι.”
Λ. Φάμπρι, Μπολόνια 1922

Στους καιρούς της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης ένα πλήθος μεγάλων γεγονότων συμβαίνουν, που αν και με μια πρώτη ματιά μοιάζουν ασύνδετα μεταξύ τους, μόνο έτσι δεν είναι.

Σε πολλά μέρη του κόσμου την τελευταία δεκαετία (τουλάχιστον) μαίνονται πολεμικές συρράξεις για την επαναδιανομή του πλούτου. Καθεστώτα πέφτουν, εξεγέρσεις τελούνται, παραδοσιακές συμμαχίες κρατών πολλών δεκαετιών ‘σπάνε’. Κάθε κράτος στα πλαίσια της διαρκούς προσπάθειας του για διασφάλιση των οικονομικών του συμφερόντων και διατήρησης (ακόμα και ανέλιξης) στην παγκόσμια καπιταλιστική πυραμίδα είτε μόνο του, είτε μέσω συμμαχιών, οφείλει να προσέχει τα ‘νώτα’ του. Κι ο μόνος τρόπος για να πραγματοποιηθεί επιτυχώς αυτή η στόχευσή του, είναι το τσάκισμα με κάθε τρόπο και μέσο του εσωτερικού εχθρού. Ειδικά τώρα, που οι κοινωνικές εκρήξεις και οι ευρύτερες προλεταριακές αρνήσεις μεταφέρονται ακόμα και στο εσωτερικό των δυτικών μητροπόλεων της Ευρώπης και της Αμερικής μέσω άγριων διαδηλώσεων και συγκρουσιακών γεγονότων.

Το ελληνικό κράτος κινούμενο από τις τεράστιες φιλοδοξίες της εγχώριας αστικής τάξης για αύξηση των κερδών της κι ανόδου της στον παγκόσμιο καταμερισμό δυνάμεων στην εποχή της κρίσης, δε θα μπορούσε να διαφοροποιηθεί από το παρελθόν του, που συμπεριλαμβάνει προστριβές και πολεμικές συρράξεις με όλους τους γείτονές του (ελληνοτουρκικοί πόλεμοι, βαλκανικοί πόλεμοι, Α’ Παγκόσμιος Πόλεμος, Μικρασιατική εκστρατεία) κι όχι μόνο. Ειδικά όταν εκτιμά ότι μπορεί να έχει περαιτέρω οικονομικά γεωπολιτικά οφέλη ακόμα και σε σημεία του πλανήτη που μπορεί να φαίνονται ‘εξωτικά’ (Ουκρανία 1918-19, Κορέα δεκαετία 1950, αποστολή στρατιωτικών δυνάμεων σε Ιράκ και Αφγανιστάν, Σομαλία αρχές 1990…).

Στην Ελλάδα, τα ‘νώτα’ άρχισαν να βάλλονται επικίνδυνα με χρονική αφετηρία την εξέγερση του Δεκέμβρη του ΄08, με τις συγκρουσιακές απεργίες-διαδηλώσεις, καθώς και το ευρύτερο κλίμα αναταραχής που προέκυπτε από την ακραία υποτίμηση της ζωής εκατομμυρίων ανθρώπων, λόγω των αντικοινωνικών μέτρων που πάρθηκαν εξαιτίας της οικονομικής κρίσης και τα οποία συνεχίζει άξια και η ‘πρώτη φορά αριστερά’ του ΣΥΡΙΖΑ. Αυτό συμβαίνει γιατί δε χρειάζεται κανένας ξένος παράγοντας για να παρθούν μιας και κυρίως επωφελείται η ντόπια αστική τάξη. Τα μέτρα που παίρνονται και αυτά που έρχονται ως νέο μνημόνιο ήταν χρόνιες απαιτήσεις του ελληνικού κεφαλαίου και του κάθε think tank του, όπως του ΙΟΒΕ. Θεωρίες λοιπόν, καταφανώς ξεπερασμένες περί εξάρτησης από ξένα κεφάλαια (ειδικά αν σκεφτεί κανείς ότι το 36% του ελληνικού χρέους ανήκει στις ελληνικές τράπεζες με τις υπόλοιπες δυτικοευρωπαϊκές να ακολουθούν ασθμαίνοντας) βγάζουν λάδι το ελληνικό κεφάλαιο και την κυβέρνηση, αποπροσανατολίζουν τον κόσμο και γι’ αυτό το λόγο μας βρίσκουν προφανώς αντίθετους.

Ο κρατικός μηχανισμός, δυσκολευόμενος να διαχειριστεί τα γεγονότα του 2008-2012, πήρε μια σειρά πρωτοβουλιών για να παραμείνει σε κυρίαρχη θέση. Προχώρησε σε σκλήρυνση του νομοθετικού οπλοστασίου (π.χ. κήρυξη κάθε απεργίας που ξεπερνούσε τα όρια ως παράνομης, αναβάθμιση τρομονόμου κτλ.), δημιούργησε νέα αστυνομικά σώματα στρατιωτικού τύπου, ενισχύοντας παράλληλα τα ήδη υπάρχοντα, εκπαίδευσε στρατιωτικές μονάδες για την αντιμετώπιση εξεγερσιακών γεγονότων. Φυσικά ανέσυρε από τη φαρέτρα του ένα παλιό και δοκιμασμένο όπλο αντιμετώπισης του εσωτερικού εχθρού. Τον φασισμό, που στις μέρες μας έχει ως κυρίαρχη αιχμή τη συμμορία της Χρυσής Αυγής.

Μια χούφτα γραφικών νοσταλγών του Χίτλερ, η οποία υπάρχει για σχεδόν τρεις δεκαετίες κι είχε χρησιμοποιηθεί μόνο σε συγκεκριμένες πολιτικές συγκυρίες, λόγω της κρίσης το κράτος και το κεφάλαιο την πήρε από το χέρι και την πριμοδότησε με κάθε μέσο, φθάνοντάς την τρίτη πολιτική δύναμη και μελλοντικό ρυθμιστή των πολιτικών εξελίξεων. Βέβαια, αυτό που ξέρουν να κάνουν καλύτερα δεν είναι να ‘ρυθμίζουν’ μιας και αυτοί ρυθμίζονται, πέρασαν στο πεδίο που ξέρουν πολύ καλά να λειτουργούν: στο δρόμο για το τσάκισμα καθετί διαφορετικού που αντιλαμβάνονται ή τους υποδεικνύεται.

Τα τελευταία 2,5 χρόνια έχουν διαπράξει αναρίθμητους ξυλοδαρμούς και μαχαιρώματα μεταναστών, επιθέσεις σε πολιτικούς αντιπάλους και κοινωνικούς χώρους, σε νεολαίους που δεν ταιριάζουν στα άρια πρότυπά τους, σε ομοφυλόφιλους κ.ο.κ. Βέβαια σαν γνήσιοι εκφραστές των επιταγών του κεφαλαίου και υπερασπιστές της εγχώριας αστικής τάξης, έχουν εναντιωθεί και έχουν προσπαθήσει να σπάσουν απεργίες, να ρίξουν το εργατικό κόστος προς όφελος των αφεντικών (π.χ. Ναυπηγοεπισκευαστική ζώνη Περάματος, ΒΙΠΕ Ευβοίας). Μάλιστα, έχουν δείξει ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το ‘μέλλον’ των ναυτιλιακών εταιριών και των ελλήνων εφοπλιστών, οι οποίοι άλλωστε αποτελούν έναν από τους βασικούς χρηματοδότες τους. Μέσα σε 1,5 χρόνο έκαναν 140 ερωτήσεις στη Βουλή που αφορούσαν τα εφοπλιστικά συμφέροντα, είτε ζητώντας να μην υπάρξει παύση των σκανδαλωδών φοροαπαλλαγών που απολαμβάνουν, είτε ζητώντας να ενισχυθούν με πολλά δισ. από τα ναυτιλιακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών.

Το 2013 το κρεσέντο βίας και τα πογκρόμ που εξαπολύουν φτάνουν στην κορύφωσή τους με δύο επίσημα αναγνωρισμένες δολοφονίες, που δεν μπορούσαν με κανένα τρόπο να αποκρυφθούν. Πρώτη ήταν αυτή του Πακιστανού εργάτη Σαχζάτ Λουκμάν στα Πετράλωνα για να ακολουθήσει αυτή του αντιφασίστα Παύλου Φύσσα στο Κερατσίνι. Αυτή φάνηκε να είναι η αρχή της ελεγχόμενης απομάκρυνσής τους (για αυτό το διάστημα μέχρι νεωτέρας…) λόγω των οξύτατων αντιδράσεων και των επερχόμενων ανταπαντήσεων. Αυτό έγινε με πλήθος τρόπων από την πλευρά της τότε κυβέρνησης. Ξεκινώντας με τις συλλήψεις της ηγετικής ομάδας της Χρυσής Αυγής καθώς και των εκτελεστικών της οργάνων, το άνοιγμα φακέλων παλαιοτέρων υποθέσεων (γιατί αυτό έπρεπε να γίνει), την προφυλάκιση και την πορεία προς τη δίκη τους, εν μέσω ενός προσχηματικού αντιφασιστικού μετώπου από τα πάνω.

Όλα τα παραπάνω είχαν ως αποτέλεσμα μια προσωρινή παύση των ‘ανακαλυφθέντων’ εγκληματικών πράξεών τους, με το κράτος ρυθμιστή και διαιτητή μεταξύ των άκρων, που ισχυρίζεται πως έχει να αντιμετωπίσει.

Τελικά η δίκη-παρωδία ξεκινά πάντα στα πλαίσια της αστικής νομιμότητας και υπό την ευθύνη της διεξαγωγής της από τους αριστερούς κλόουν-διαχειριστές της εξουσίας. Αυτοί, επειδή ξέρουν πολύ καλά πως οι κρατικές λειτουργίες έχουν συνέχεια και γι’ αυτό άλλωστε τις υπηρετούν πιστά, προκρίνουν (ψευδώς) τη ‘δίκαιη αντιμετώπιση και τιμωρία’ τους για να διαφυλαχθεί το κύριο μέλημά τους το οποίο είναι η διασφάλιση της κοινωνικής ειρήνης, απαραίτητης για τη συνέχιση της ανάπτυξης και του πλουτισμού των εγχώριων καπιταλιστών.

Από πλευράς μας, γνωρίζουμε πολύ καλά, όπως άλλωστε και η ιστορία έχει δείξει, ότι ο φασισμός, ειδικά στις περιόδους άνθησής του, αντιμετωπίζεται όπως του αξίζει κι αρμόζει: με οργάνωση και μαχητικότητα, ασκώντας τη βία που αναλογεί στον αγώνα που δίνουμε για απελευθέρωση, για το γκρέμισμα του καπιταλιστικού μοντέλου παραγωγής, στο δρόμο για την οικοδόμηση ενός νέου κόσμου ελευθερίας, ισότητας και αλληλεγγύης.

Για όλα αυτά και μην ξεχνώντας τα πρόσφατα περιστατικά φασιστικής βίας, όπως οι ξυλοδαρμοί και τα μαχαιρώματα μεταναστών στη Ν. Ιωνία, την τραμπούκικη επίθεση σε πακιστανό μετανάστη στη πλατεία Λαού στο Κερατσίνι στις αρχές Μαΐου, την επίθεση σε μπλοκ αντιεξουσιαστών στην πορεία αλληλεγγύης στους Τούρκους πολιτικούς κρατούμενους στο Σύνταγμα, την εμπρηστική επίθεση στο αυτοδιαχειριζόμενο στέκι Πυλαρινός στην Κόρινθο και την απόπειρα εμπρησμού, η οποία αποκρούσθηκε επιτυχώς σε κοινωνικό χώρο στο Περιστέρι. Γεγονότα τα οποία προφανώς συνέβησαν για την τόνωση του ηθικού τους κατά τη διάρκεια της δίκης.

Έτσι λοιπόν, για πολλοστή φορά, αποφασίσαμε να περάσουμε στην Επίθεση, βάζοντας το δικό μας λιθαράκι στο πολύμορφο τσάκισμα του φασισμού. Επιλέξαμε ως στόχο την ασφαλιστική επιχείρηση της φασιστοοικογένειας Λύρη (μέλη της οποία είναι πρωτοκλασάτα στελέχη της Χρυσής Αυγής) η οποία βρίσκεται στο εμπορικό κέντρο Αίθριο στο Μαρούσι.

Ο Αλέξανδρος Λύρης είναι σημαίνον στέλεχος του Μετώπου Νεολαίας της Χρυσής Αυγής, αρθρογράφος της εφημερίδας της, υποψήφιος στις τελευταίες ευρωεκλογές, όπου και απέτυχε να εκλεγεί, και γι’ αυτό (μάλλον) ‘επιβραβεύτηκε’ από την ηγεσία, η οποία τον τοποθέτησε επιστημονικό συνεργάτη του ευρωβουλευτή Φουντούλη (πατέρα του εκτελεσθέντα Φουντούλη στο Ν. Ηράκλειο), λαμβάνοντας μισθούς πολλών χιλιάδων ευρώ.

Την Τετάρτη 20/05 και ώρα 22:00 εισχωρήσαμε απαρατήρητοι στο εμπορικό κέντρο, ανεβήκαμε στον πρώτο όροφο, όπου στεγάζονται τα γραφεία της ασφαλιστικής και τοποθετήσαμε εμπρηστικό μηχανισμό μεγάλης ισχύος με χρονοκαθυστέρηση, που αποτελούνταν από 10 λίτρα εύφλεκτου υλικού και 4 φιάλες βουτανίου των 500ml, πυροδοτήσαμε κι αποχωρήσαμε βάση του σχεδιασμού μας. Στην έκρηξη που ακολούθησε στο κλειστό γραφείο έγινε προσπάθεια απομάκρυνσης και κατάσβεσης του μηχανισμού από τον πατέρα Ιωάννη Λύρη, παλιό στέλεχος της Χρυσής Αυγής, σύμβουλο του Ν. Μιχαλολιάκου και υποψήφιου βουλευτή στη Β’ Αθηνών στις εκλογές του 2012. Ο ίδιος στην προσπάθεια αυτή τραυματίστηκε από την ισχυρή έκρηξη κι από τα θραύσματα των τζαμιών που προξένησε το ωστικό κύμα.

Σκοπός της ομάδας ήταν οι, όσο το δυνατόν, μεγάλες υλικές ζημιές των γραφείων. Γι’ αυτό άλλωστε επιλέχθηκε ώρα και ημέρα που δεν υπάρχει λειτουργία γραφείων και καταστημάτων σε κανέναν από τους 3 ορόφους του εμπορικού κέντρου και η μόνη περίπτωση τραυματισμού κάποιου θα ήταν αυτή του υπεύθυνου ασφαλείας του κτιρίου, ο οποίος πραγματοποιεί ανά τακτά χρονικά διαστήματα έλεγχο του εσωτερικού του εμπορικού κέντρου. Ακριβώς επειδή δεν ήταν ο σκοπός μας ο τραυματισμός του οποιουδήποτε, είχαμε τη δυνατότητα να γνωρίζουμε τις ακριβείς κινήσεις αυτού ή όποιου άλλου ανέβαινε εκείνη την ώρα στον όροφο και υπήρχε η επιλογή της αναβολής ή της ακύρωσης της ενέργειας.

Δυστυχώς για τον σκοπό μας, αυτόν της ολικής καταστροφής των γραφείων, η εμφάνιση από το πουθενά του ‘ήρωα’ Ι. Λύρη απέτρεψε αυτές σε τέτοιο βαθμό αλλά τραυμάτισε τον ίδιο. Ας γνωρίζει καλά αυτός και το σινάφι του, πως ο ισχυρισμός τους ότι βρισκόταν μέσα και σκοπό είχαμε τη δολοφονία του είναι καταφανώς ψευδής, μιας και τα γραφεία ήταν κλειστά και άδεια. Άλλωστε αν ήταν μέσα είτε θα έσβηνε εν τη γενέσει της, τη φωτιά, είτε θα επέλεγε τη συμπλοκή μαζί μας (με ακόμα πιο ατυχή αποτελέσματα για τον ίδιο).

Ας γίνει μάθημα στο φασίστα πατήρ Λύρη, πως όποιος κάνει τον ‘ήρωα’ αναλαμβάνει και τις ευθύνες του… Δε θα στεναχωρηθούμε γι’ αυτό, το αντίθετο μάλιστα μας χαροποίησε. Κι όσον αφορά τις υλικές ζημιές, ο γιος και ιδιοκτήτης Α. Λύρης, ας ζητήσει να του δοθεί επιταγή από το Ευρωκοινοβούλιο στις Βρυξέλλες, προς αποκατάστασή τους. Η συνεργασία άλλωστε κράτους-παρακράτους δεν θα αποτελέσει εμπόδιο στο μπλοκάρισμα της επιταγής, διότι ως γνωστόν ο ίδιος αναζητείτο από την ΕΛ.ΑΣ. από πέρυσι για τα γνωστά επεισόδια έξω από το Εφετείο, μετά την σύλληψη της ηγετικής τριάδας της Χρυσής Αυγής.

”Εμπρός είμαστε εξεγερμένοι..

Εμείς χαιρετάμε το θάνατο, τον όμορφο εκδικητή

Εμείς ξεκλειδώνουμε τις πόρτες για μια πιο χαρούμενη εποχή,

Αγκαλιάζουμε τους νεκρούς και χωρίς να χλωμιάσουμε

Μαχόμαστε για την Αναρχία,

Ή νίκη ή θάνατος,

Εμπρός, είμαστε εξεγερμένοι…”

Arditi del Popolo
προ της μάχης με τον ιταλικό φασισμό 1921-22

ΤΣΑΚΙΣΜΑ ΤΟΥ ΦΑΣΙΣΜΟΥ Σ’ΟΛΑ ΤΑ ΕΠΙΠΕΔΑ ΚΑΙ ΜΕ ΟΛΑ ΤΑ ΜΕΣΑ

ΠΟΛΕΜΟΣ ΣΤΟ ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΚΑΙ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ ΠΟΥ ΤΟ ΣΥΝΤΗΡΟΥΝ

ΑΛΛΗΛΕΓΓΥΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΚΑΤΑΠΙΕΣΜΕΝΩΝ

ΣΤΗΡΙΞΗ ΤΩΝ ΜΑΧΗΤΙΚΩΝ ΔΟΜΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΥΜΟΡΦΟΥ ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΟΥ ΚΙΝΗΜΑΤΟΣ

ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗ ΠΡΩΤΑ ΚΑΙ ΠΑΝΤΑ

ΟΛΑ ΣΥΝΕΧΙΖΟΝΤΑΙ…

Ομάδα επίθεσης Σαχζάτ Λουκμάν

[Αθήνα] Ανάληψη ευθύνης για εμπρηστική επίθεση σε κεντρικά γραφεία της Eurobank

Αναλαμβάνουμε την ευθύνη για την εμπρηστική επίθεση σε κεντρικά γραφεία της Eurobank στην Ηλία Ηλιού στο Ν. Κόσμο τη νύχτα του Σαββάτου.

Η επίθεση έγινε για τους Αντώνη Αβράμπο, Μπάμπη Δευτεραίο και Ντελιλάι Ραμαντάν, δολοφονημένους εργάτες στα ΕΛΠΕ, ιδιοκτησίας Λάτση, ο οποίος είναι και μεγαλομέτοχος της Eurobank.

Το κεφάλαιο εκτελεί εργάτες στο βωμό των κερδών του και το κράτος εξυπηρετεί τους δολοφονικούς του σχεδιασμούς.

Δεν έχουμε αυταπάτες, ο καπιταλισμός δεν εξωραΐζεται, αλλά ανατρέπεται.

Πόλεμο σε κράτος και κεφάλαιο για την ανατροπή της καπιταλιστικής βαρβαρότητας, για την ουτοπία του αύριο…

Αναρχικοί/ές

[Θεσσαλονίκη] Σαμποτάζ σε γουναράδικα

Από τις 6/5 έως τις 9/5 πραγματοποιήθηκε το διεθνές συνέδριο γούνας στην Καστοριά.

Τη Δευτέρα 11/5 και την Κυριακή 17/5 βάψαμε συμβολικά τις τζαμαρίες από 4 γουναράδικα σε διάφορες περιοχές της Θεσσαλονίκης, και μπλοκάραμε με κόλλα την κλειδαριά του ενός. Με αυτό τον τρόπο θέλαμε να δείξουμε έμπρακτα την εναντίωσή μας στη βιομηχανία γούνας, αλλά και σε όλες τις βιομηχανίες εκμετάλλευσης των ζώων και της γης.

Δισεκατομμύρια ζώα δολοφονούνται κάθε χρόνο για να καλύψουν τις πλαστές ανάγκες του σύγχρονου ανθρώπου, να μεγαλώσουν τα κέρδη του κεφαλαίου και να επεκτείνουν την ανάπτυξη του καπιταλισμού και του πολιτισμού σε κάθε πτυχή της ζωής.

Θα μας βρίσκετε μπροστά σας.

ΦΩΤΙΑ ΣΤΑ ΓΟΥΝΑΡΑΔΙΚΑ
ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΤΟΥΣ ΔΡΟΜΟΥΣ

Αναρχικοί σαμποτέρ ενάντια στη βιομηχανία

Μεταφέρθηκαν στις γυναικείες φυλακές Κορυδαλλού οι σύντροφοι Μαζιώτης και Γουρνάς

Μεταφέρθηκαν από τις φυλακές Δομοκού στις φυλακές Κορυδαλλού οι σύντροφοι Ν. Μαζιώτης και Κ. Γουρνάς ενόψει του εφετείου της πρώτης δίκης του Επαναστατικού Αγώνα που ξεκινάει αύριο, 22 Μαΐου 2015. Τους συντρόφους, με εντολή εισαγγελέα, τους πήγαν στο υπόγειο των γυναικείων φυλακών εκεί όπου κρατούνταν παλιότερα οι Γιωτόπουλος και Τζωρτζάτος. Με αυτόν τον τρόπο ουσιαστικά είναι σε απομόνωση, αφού δεν τους πήγαν καν εκεί όπου κρατούνται τα 4 μέλη της ΣΠΦ και ο Η. Κωστάρης (ακριβώς δίπλα).

Αλληλεγγύη στα μέλη του Επαναστατικού Αγώνα Νίκο Μαζιώτη και Κώστα Γουρνά, και στους συντρόφους Βαγγέλη Σταθόπουλο και Χριστόφορο Κορτέση που δικάζονται για την ίδια υπόθεση.

Αλληλεγγύη στην καταζητούμενη συντρόφισσα Πόλα Ρούπα, μέλος του Επαναστατικού Αγώνα.

Καλούμε την Παρασκευή 22 Μαΐου στις 9πμ στις Φυλακές Κορυδαλλού να εκφράσουμε την αλληλεγγύη μας στους συντρόφους που δικάζονται.

Συνέλευση Αλληλεγγύης για τους πολιτικούς κρατούμενους, τους φυλακισμένους και διωκόμενους αγωνιστές

[Φυλακές Κορυδαλλού] Σάββας Ξηρός: Λόγοι άρνησης ηλεκτρονικής επιτήρησης

Έχοντας ήδη δηλώσει σε προφορική συνέντευξη (30/04/2015) ότι δεν προτίθεται να δεχτεί τη χρήση ηλεκτρονικής επιτήρησης, πρωτίστως λόγω θρησκευτικών του πεποιθήσεων, ο Σάββας Ξηρός τοποθετήθηκε εκ νέου στα μήντια για το θέμα αυτό με την ακόλουθη επιστολή.

*

Σε κάθε σταυροδρόμι της ζωής, ο άνθρωπος πραγματεύεται ένα μέρος της ελευθερίας του χάριν της κοινωνικής συνύπαρξης. Ως προς τα μέσα όμως που συμβάλλουν σε αυτόν το σκοπό, τα όρια μεταξύ εξυπηρέτησης και καταδυνάστευσης είναι τόσο λεπτά, που ενίοτε καθίστανται ανύπαρκτα.

Εφτά λόγοι για τους οποίους δεν μπορώ να δεχτώ την ηλεκτρονική επιτήρηση:

1. Οι φυλακές, ως «δημόσιον οίκημα», παρά την παντελή αποτυχία του θεσμού και παρά τη γενικευμένη διαφθορά που επικρατεί σε αυτές, έχουν σαν κύριο σκοπό να επιτελέσουν κοινωνικό έργο, με μακροπρόθεσμα μόνο οικονομικά οφέλη.

Με την ηλεκτρονική επιτήρηση το κοινωνικό έργο διαγράφεται οριστικά, καθώς για πρώτη φορά στην Ελλάδα έχουμε ανάθεση της φύλαξης κρατουμένων αποκλειστικά σε ιδιώτες και μάλιστα σε μία πολυεθνική εταιρεία –ανοίγοντας το δρόμο για ιδιωτικοποίηση των φυλακών–, η οποία, ως ακραία κερδοσκοπικός οργανισμός, δεν ενδιαφέρεται παρά για το (νόμιμο ή μη) όσο το δυνατόν μεγαλύτερο και ταχύτερο εφήμερο κέρδος (ίσον λεηλασία στις απολαβές), με το μικρότερο δυνατό κόστος (ίσον εκπτώσεις στις παροχές). Δεν θα συμπράξω, σαν αντικείμενο εκδούλευσης-res, ή σαν κεφαλαιουχικός εξοπλισμός μιας πολυεθνικής.

2. Το σύστημα γεωεντοπισμού εφαρμόζεται πρώτη φορά στη χώρα μας, ως πιλοτικό πρόγραμμα 250 θέσεων. Συντελείται επομένως ένα πείραμα, με τους κρατούμενους ως πειραματόζωα, χωρίς ενδοιασμούς, υιοθετώντας τη νοοτροπία ότι «αυτοί ούτως ή άλλως είναι απόβλητοι», έχοντας μάλιστα το αδιακρίτως ευδιάκριτο (χοντροκομμένο) στίγμα στο χέρι, που καθιστά αποδιοπομπαίο και δακτυλοδεικτούμενο τον φέροντα σε κάθε προσπάθεια συμμετοχής του στην κοινωνική ζωή, όπως εργασία, προσωπικές σχέσεις, κάτι που δεν συνάδει με σωφρονισμό ή επανένταξη, και σε κάθε περίπτωση βασίζεται στην απειλή και το φόβο, εξοβελίζοντας την ελεύθερη βούληση και το φιλότιμο.

3. Το σύστημα γεωεντοπισμού συμπεριλαμβάνει μία συσκευή κινητού τηλεφώνου προσαρμοσμένη στο χέρι (γνωστή σαν βραχιολάκι), η οποία ανά 30 δευτερόλεπτα καλεί το κέντρο ελέγχου μέσω δορυφόρου και, εκτός αυτού, η εν λόγω συσκευή απαιτεί καθημερινά, ανά τακτά χρονικά διαστήματα, φόρτιση της μπαταρίας, ενώ είναι προσδεμένη μέρα-νύχτα στο χέρι, με ό,τι σημαίνουν αυτά από πλευράς ακτινοβολίας, πόσο μάλλον όταν πρόκειται γενικά για κρατούμενους με αναπηρίες, που κατά κανόνα έχουν υπερεκτεθεί σε ακτινοβολίες λόγω ιατρικών εξετάσεων, με νευρολογικά ή καρδιολογικά προβλήματα ή, πολύ χειρότερα, που φέρουν βηματοδότη.

Επιπλέον, μια τέτοια συσκευή σφραγισμένη στο χέρι από τις αρχές, απαγορεύει να πραγματοποιηθούν βασικές εξετάσεις, όπως μαγνητική τομογραφία, καρδιογράφημα, ηλεκτρομυογράφημα ή σύνδεση με μόνιτορ, αποκλείοντας και τα χειρουργεία.

Η παραχώρηση δυνατότητας προσωρινής αποσύνδεσης στην ανάδοχο εταιρεία ανοίγει διάπλατα την πόρτα για αυθαιρεσίες και συναλλαγή. Αν η αποσύνδεση της συσκευής απαιτεί και παρουσία αστυνομικών αρχών, εκτός του ότι αποκτούν πρόσβαση σε προσωπικά ιατρικά δεδομένα, επιπλέον έχουν αυτομάτως λόγο και δικαίωμα επίσπευσης ή και ματαίωσης χρονοβόρων ιατρικών πράξεων, όπως έχει γίνει με την περίπτωσή μου επανειλημμένα στο παρελθόν και όπως γίνεται πάντα με όλους τους κρατούμενους κατά τις επισκέψεις μας με συνοδεία αστυνομικών στα νοσοκομεία, αποκλείοντας ουσιαστικά τη νοσηλεία.

Αν η αποσύνδεση της συσκευής απαιτεί και παρουσία δημόσιου λειτουργού –του αρμόδιου εισαγγελέα– τότε επιβραδύνεται επικίνδυνα η πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας, ώστε τελικά, κάθε διορθωτική παρέμβαση να προσθέτει νέα προβλήματα, ακυρώνοντας το βασικό σκοπό του κατ’ οίκον περιορισμού.

4. Η πρόσδεση ενός τέτοιου μηχανισμού στο μοναδικό μου χέρι, με το οποίο εξυπηρετούμαι, το καθιστά σχεδόν άχρηστο, ενώ παράλληλα με περιορίζει στην καθημερινή διαβίωση, εφόσον, συμψηφίζοντας και τις υπόλοιπες αναπηρίες, σε κάθε αδέξια κίνηση, πτώση, κρούση, εμπλοκή, κινδυνεύω να παραβιάσω τους όρους λόγω βίαιης διακοπής του σήματος, ή, διαφορετικά, θα πρέπει να δείχνω πάντα τη δέουσα προσοχή, αφαιρώντας την από τις ήδη μειωμένες δυνατότητές μου· μια ακατάπαυστα αγχώδης κατάσταση, που συνιστά βασανισμό.

5. Ένα τέτοιο μέσο είναι άχρηστο στην περίπτωσή μου, καθώς οι ίδιες οι ισόβιες αναπηρίες μου με κρατούν καθηλωμένο υποχρεωτικά σε γνώριμο, περιορισμένο περιβάλλον, με μικρό, γνωστό αριθμό οικείων προσώπων, ενώ για κάθε μετακίνηση πέρα από αυτό το περιβάλλον χρειάζομαι χειραγωγό και αναμεταδότη, εφόσον η ορατότητά μου εκτείνεται στα 20 εκατοστά, πέρα από τα οποία υπάρχει ένα συνονθύλευμα σκιών σε ρευστό, κινούμενο από τους ιλίγγους τοπίο, η ακοή, με τις μόνιμες εμβοές, δεν ξεχωρίζει τα σύμφωνα και δεν εντοπίζει από πού έρχεται ο ήχος, το άσθμα δεν μου επιτρέπει να κοπιάσω για οποιοδήποτε έργο και οι αποκολλήσεις αμφιβληστροειδούς, μαζί με τις κήλες στη σπονδυλική στήλη, δεν μου επιτρέπουν να σηκώσω πάνω από τρία κιλά, αναπηρίες που μου αφήνουν ένα 2% ικανότητα για εργασία. Πέρα από αυτά, μια επιπλέον δέσμευση δεν γνωρίζω τι θα εξυπηρετούσε.

6. Επιπλέον, το μέτρο αυτό κρίνεται υπερβολικό στην περίπτωσή μου, εφόσον έχω εκτίσει την ποινή μου με εφτά διαφορετικούς τρόπους.

Πρώτος τρόπος: Βρίσκομαι έγκλειστος 13 χρόνια, τα οποία λογίζονται ως 26, καθώς ο νομοθέτης αναγνωρίζει το πρόσθετο ψυχικό βάρος που επιφέρει μία αναπηρία.

Δεύτερος: Τα χρόνια αυτά έχουν εκτιθεί σε καθεστώς ειδικής απομόνωσης –πρόσθετο ψυχικό βάρος– και παράλληλα με λάθρα χορήγηση ουσιών για βιοχημική καταστολή, που επιφέρει έκπτωση των βιολογικών και νοητικών λειτουργιών, πρακτική που θεωρείται από το νόμο άσκηση βίας –και είναι– εφόσον κρατάει τον άνθρωπο δια της βίας καθηλωμένο σωματικά και στάσιμο πνευματικά.

Τρίτος: Κατά τη διάρκεια της κράτησής μου το ποσοστό αναπηρίας από 67%, που ήταν στην αρχή, ανήλθε σε 98%, με κυριότερη αιτία το ότι χάθηκε το μεγαλύτερο μέρος της όρασης που μου είχε απομείνει, δηλαδή από 3 με 4/10 το 2003 τώρα βρίσκεται κάτω του 1/20, λόγος για τον οποίο καταδικάστηκε η Ελλάδα από το Ευρωπαϊκό Δικαστήριο Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων τον Σεπτέμβριο του 2010, για παραβίαση του άρθρου 3 της ΕΣΔΑ περί βασανισμού ή απάνθρωπης ή εξευτελιστικής μεταχείρισης.

Τέταρτος: Διαφορετικά προβλήματα στην όραση –όπως βραδεία προσαρμογή στις εναλλαγές του φωτός– και αλλού, δεν μου επιτρέπουν να βγω στο προαύλιο τα τελευταία δέκα χρόνια –από τον Ιούλιο του 2005–, ενώ αναπνευστικά προβλήματα με καρδιολογικές επιπτώσεις με αναγκάζουν να κοιμάμαι στην καρέκλα – από το 2011 μόνιμα.

Πέμπτος: Από τον ψυχικό εξαναγκασμό (stress) κατά τις ανακρίσεις-βασανιστήρια στον Ευαγγελισμό, ενεργοποιήθηκε Σκλήρυνση Κατά Πλάκας, μια ισόβια εξελισσόμενη αναπηρία, ενώ από τις επιμέρους μεθόδους –όπως η υποβολή σε δυνατούς ήχους από σειρήνες και κομπρεσέρ σε αυτιά χωρίς τύμπανα–, μέχρι σήμερα, συγκεκριμένες συχνότητες μου προκαλούν ταχυκαρδία και αγχώδεις εξάρσεις, γεγονός που απαγορεύει τη μουσική σε μεγάλη ακτίνα (η τηλεόραση αποκλείεται και από την όραση), έτσι ώστε όταν οι άλλοι διασκεδάζουν εγώ να βασανίζομαι.

Έκτος: Η έκρηξη που με έφερε στο χείλος του θανάτου. Την εποχή που τα νομικά συστήματα ήταν πιο βάρβαρα από το σημερινά, κάποιος που περνούσε μια τέτοια δοκιμασία ήταν ελεύθερος ποινής και αποδιδόταν καθαρός στην κοινωνία, εφόσον έκριναν ότι έτσι είχαν ανταποδοθεί τα ίσα.

Έβδομος τρόπος: Ο ίδιος ο βασανισμός είναι μέθοδος έκτισης ποινής και μάλιστα πανάρχαια. Τότε ο παθών, μετά τον ξυλοδαρμό αφηνόταν ελεύθερος και μόνο στα πιο βάρβαρα συστήματα πριν από μια βαριά καταδίκη προηγούνταν άγριος βασανισμός.

Το 2002, ενώ είχα 5% πιθανότητες επιβίωσης, κατέφθασαν στην εντατική του Ευαγγελισμού 7 (εφτά) ξένες μυστικές υπηρεσίες για τις ανακρίσεις, πιέζοντας παράλληλα τους γιατρούς για ταχεία –έστω και βραχύβια– αποκατάσταση των αναγκαίων για το σκοπό τους ζωτικών λειτουργιών, με πρωτεργάτη τον αμερικάνο πράκτορα Robert F. Clifford, ο οποίος βραβεύτηκε για το έργο του, όπως αναφέρεται σε ανάρτηση στην επίσημη ιστοσελίδα του FBI. Στην ανάρτηση αυτή σημειώνεται ότι ο εν λόγω πράκτορας με «έπεισε» να μιλήσω, αλλά δεν διευκρινίζει το πώς:

Ενώ χαροπάλευα από την έκρηξη, με κατάγματα στα πλευρά, στο κρανίο και στο χέρι, αιμορραγία στους πνεύμονες, θερμικά και χημικά εγκαύματα στο σώμα και στο πρόσωπο, ακρωτηριασμένο χέρι, τραυματισμένα και δεμένα μάτια και τρυπημένα τύμπανα στα αυτιά, δηλαδή με απώλεια του μεγαλύτερου μέρους των πέντε αισθήσεων, με κυριότερη την τύφλωση, με κρατούσαν δεμένο χειροπόδαρα με σχοινιά και ιμάντες, μέρα-νύχτα σε σκοτάδι, γυμνό και εκτεθειμένο σε κάθε απειλή, πραγματική ή παραίσθηση λόγω χορήγησης ισχυρών ψυχοτρόπων, με δυνατούς ήχους στα τραυματισμένα μου αυτιά, κρατώντας με άγρυπνο για μέρες και σε απόλυτη απομόνωση από συγγενείς ή φίλους ή δικηγόρο, κάνοντας πολύωρες μεταμεσονύκτιες ανακρίσεις.

Έφυγα από εκεί σωματικό και ψυχικό ερείπιο, με αισθητηριακές, κινητικές και νοητικές –μόνιμες ή παροδικές– αναπηρίες, κατάσταση στην οποία και «δικάστηκα» –με βάση τα προϊόντα βασανιστηρίων– χωρίς να έχω επαφή με τη διαδικασία, το περιβάλλον και την πραγματικότητα.

Έγκριτος νομικός, σε επιστολή του σε απογευματινή εφημερίδα, κατέθεσε τότε δημόσια την επιστημονική άποψη, ότι και μόνον με τη μεταχείριση που έχω υποστεί στο νοσοκομείο Ευαγγελισμός έχουν αποδοθεί πλήρως οι ποινικές αξιώσεις της Πολιτείας.

Οι εφτά αυτοί τρόποι έκτισης ποινής για ορισμένους δεν αρκούν και σαν να ήμουν «οφειλέτης παρά πάντας», επιδεικνύουν μια άσβεστη, απύθμενη και ακόρεστη δίψα για εκδίκηση.

7. Μπήκαν στην πόλη οι οχτροί κι εμείς γελάγαμε…

Μοιάζει στ’ αλήθεια μικρό πράγμα το βραχιολάκι, ένα από τα πολλά «τίποτα» που μας έφεραν ως εδώ, όμως η διαφορά δεν βρίσκεται στο αν προσφέρει κάποιος ένα βόδι ή ένα σπυρί λιβάνι στο βωμό των ειδώλων, όταν και τα δύο προσβλέπουν στη νομιμοποίηση ανίερων πραγμάτων.

Μοιάζει μικρό, όμως είναι βέβαιο ότι το μέτρο της ηλεκτρονικής επιτήρησης, αναβαθμισμένο και εμπλουτισμένο, θα επιβάλλεται σε όλο και περισσότερες κοινωνικές ομάδες, χάριν «ευκολίας και ασφάλειας», καθώς προβάλλεται σαν πανάκεια για όλα τα προβλήματα της σύγχρονης κοινωνίας.

Υποχρεωτικές ηλεκτρονικές συναλλαγές, ηλεκτρονικά εισιτήρια, χρεωστικές κάρτες πληρωμών που θα εξελιχθούν σε κάρτα του πολίτη με δεδομένα ιατρικού και ποινικού φακέλου, κινητά τηλέφωνα που αναγνωρίζουν βιομετρικά στοιχεία και αποτυπώματα ή που λειτουργούν και σαν πιστωτικές κάρτες, προτείνονται σαν μέτρα κατά της φοροδιαφυγής, της ανθρωπιστικής κρίσης, της ουράς στο Δημόσιο, της βίας στα γήπεδα, της εγκληματικότητας, κι από την άλλη, σε διεθνές επίπεδο, παρακολούθηση, εγγραφή, αποθήκευση των τηλεπικοινωνιών σε όλο τον κόσμο, ακόμα και ηγετών, από την NSA, με πρόσχημα την πρόληψη ή τον πόλεμο κατά του εμπορίου όπλων, ναρκωτικών, της τρομοκρατίας, συνθέτουν το Νέο Δόγμα.

Εάν αυτά νομιμοποιηθούν σε τέτοια έκταση και στη χώρα μας, τότε θα έχουμε ηλεκτρονική επιτήρηση όχι μόνον ως προς το γεωεντοπισμό, αλλά και ως προς το τι έχουμε στην τσέπη μας, πώς, πού και γιατί το χρησιμοποιούμε, ως προς την εργασία, την υγεία, τις συνήθειές μας, ως προς τις μύχιες σκέψεις μας.

Και δεν πρόκειται για μέσο πρόληψης της εγκληματικότητας ή απλά της παρανομίας, που σε κάθε περίπτωση προσαρμόζεται ταχύτατα στη νέα τεχνολογία –ενίοτε και προπορεύεται των αρχών– και είτε την αποφεύγει, είτε και την χρησιμοποιεί με εντυπωσιακά αποτελέσματα, όπως δείχνει η πραγματικότητα.

Ούτε πρόκειται για μέσο διευκόλυνσης της ζωής, όταν αυτό «ως όνους και ημίονους εν κημώ και χαλινώ» μας αλυσοδένει αμετάκλητα με την οικονομική μονοκρατορία των τραπεζών, που ελέγχει τη στρόφιγγα ή δεσμεύει κατά βούληση τον κεφαλαιοποιημένο κόπο της εργασίας μας ή όταν, αντίθετα με τον φαινομενικό σκοπό, τα προσωπικά μας δεδομένα συγκεντρώνονται, ομαδοποιούνται και χρησιμοποιούνται για έλεγχο κάθε πτυχής της ανθρώπινης δραστηριότητας και προσαρμογή της στις ορέξεις του διεθνούς κεφαλαίου, δείχνοντας ότι το τέλος αυτού του δρόμου είναι σκληρή δουλεία, υπό το αυταρχικότερο σύστημα στην ιστορία της ανθρωπότητας.

Πρόκειται για ένα σύστημα που η αλαζονεία του έχει εγκατασταθεί πάνω από τα νέφη και επιδεικνύεται σαν Παντεπόπτης, Παντογνώστης, Πανταχού Παρών, Πάνσοφος και εντέλει Παντοκράτορας, εφόσον όπου έχει επιβληθεί μπορεί με το πάτημα ενός κουμπιού –με μία μόνο βλάβη– να νεκρώσει από νευραλγικούς τομείς, όπως οικονομία, μέσα ενημέρωσης, τηλεπικοινωνίες, μέχρι τη λειτουργία ολόκληρων περιοχών ή χωρών.

Ζώντας την επέλαση των οικονομικών τρομοκρατών και στη χώρα μας, είναι βέβαιο ότι εάν τα μνημόνια έχουν σαν σκοπό να μας γονατίσουν υλικά και ψυχικά, τότε η ηλεκτρονική επιτήρηση έχει τον τρόπο να μας κρατάει γονατιστούς στο διηνεκές, επιβάλλοντας την «Παγκόσμια Τάξη» των πολυεθνικών. Γιατί αυτό που θέλουν από εμάς δεν είναι απλά κάποιο εύλογο ή παράλογο κέρδος, αν ήθελαν αυτό θα φρόντιζαν να έχουμε εργασία, αλλά αυτό που απαιτούν πραγματικά είναι εμάς τους ίδιους.

Τότε ο άνθρωπος υποβιβάζεται σε ανδράποδο με το σήμα υποτέλειας χαραγμένο ή προσαρμοσμένο σφιχτά, σαν πρόσθετο μέλος, στο σώμα του, και από ανδράποδο μετουσιώνεται σε εξάρτημα ενός ηλεκτρονικού κυκλώματος που το καθοδηγούν τα ρεύματα.

Αν δεν τεθούν κάπου όρια, το μέλλον προβάλλει ανατριχιαστικό.

Πλην όμως, υπάρχουν πράγματα που δεν μπορούν να μας τα πάρουν, εάν δεν τους τα παραδώσουμε μόνοι μας.

Σάββας Ξηρός
Ν.Κ. Κορυδαλλού
11 Μαΐου 2015

Κείμενο απολογισμού της απεργίας πείνας από το ΔΑΚ

Η στρατηγική ανάλυση των συνθηκών

Μια απόπειρα συνολικής αποτίμησης του αγώνα που δόθηκε, σίγουρα θα πρέπει να περιέχει μια αναλυτική περιγραφή των γεγονότων και του σκεπτικού που μας οδήγησε στην έναρξή του. Παίρνοντας λοιπόν τα πράγματα από μια νοητή αρχή, θα πρέπει να εντοπίσουμε την αφετηρία αυτού του αγώνα στη μαζική απεργία πείνας του καλοκαιριού (των 4500 κρατουμένων) και ίσως πολύ νωρίτερα από τότε, στην απεργία των κρατουμένων στις φυλακές Μαλανδρίνου (τις πρώτες «τύπου Γ») το 2004. Φυσικά μια τέτοια αναδρομή, πέρα από το ότι θα απαιτούσε πολλές σελίδες χαρτιού άρα και χρόνο, μάλλον δεν είμαστε εμείς οι καταλληλότεροι να την κάνουμε. Εκ των πραγμάτων λοιπόν η αρχή που θα πιάσουμε εμείς για να ξετυλίξουμε συνολικά το σκεπτικό μας, εντοπίζεται στην απεργία πείνας του καλοκαιριού το 2014. Τότε δόθηκε μια πρώτη μάχη ενάντια στις φυλακές «τύπου Γ», από ένα μεγάλο αριθμό κρατουμένων. Φυσικά η εξέλιξη και τα αποτελέσματα εκείνου του αγώνα δεν ήταν τα επιθυμητά για εμάς και αυτό δημιούργησε μια «ανοιχτή πληγή» που έμενε να την αντιμετωπίσουμε. Από κείνη την στιγμή είχε ανοίξει ένα ζήτημα, που θα αποτελούσε τη βασική αιχμή των κινητοποιήσεων που σκοπεύαμε να ξεκινήσουμε με τις πρώτες μεταγωγές στις «τύπου Γ».

Φυσικά όλο το σκεπτικό μας άλλαξε αρκετά τη στιγμή που άρχισαν να διαφαίνονται οι εκλογές (υπολογίζοντας πάντα και το ενδεχόμενο αλλαγής κυβέρνησης). Χρονικά λοιπόν, δύο μήνες πριν την εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ είχαμε ήδη αρχίσει να συζητάμε μεταξύ μας ένα πλαίσιο αγώνα που στόχο θα είχε συνολικά το καθεστώς εξαίρεσης, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί τα τελευταία χρόνια.

Ο λόγος που στραφήκαμε σε ένα πιο διευρυμένο πλαίσιο, με αιτήματα που αποτελούν αιχμές του ριζοσπαστικού χώρου αρκετά χρόνια, ήταν αποτέλεσμα πολιτικής ανάλυσης και εκτίμησης των δεδομένων. Προφανώς, κρίνοντας εκ του αποτελέσματος, μπορούμε να πούμε ότι σε έναν μεγάλο βαθμό πέσαμε έξω από τις αρχικές μας εκτιμήσεις, όμως αυτό είναι κάτι που θα αναλύσουμε παρακάτω. Γυρνώντας λοιπόν πάλι πίσω στη διαδικασία διαμόρφωσης του πολιτικού μας σκεπτικού, θεωρήσαμε γεγονός κομβικής σημασίας τη εκλογή του ΣΥΡΙΖΑ και κατ’ επέκταση τη στρατηγική επιλογή του εχθρού μας σε μια μάχη που σχεδιάζαμε να δώσουμε. Πιστεύαμε – και εξακολουθούμε να πιστεύουμε – πως είναι χρέος μας να ξεπεράσουμε την εκλογή μιας «αριστερής» κυβέρνησης, που συνεπάγεται την ήττα του ανταγωνιστικού κινήματος σε μεγάλο βαθμό λόγω της αφομοίωσης και της ανάθεσης, αναδεικνύοντας τις αντιφάσεις που νομοτελειακά προκύπτουν στην προσπάθεια «αριστερής» διαχείρισης της εξουσίας.

Έτσι καταλήξαμε σε έναν σχεδιασμό τριών σημείων: πολιτικών, στρατηγικών και τακτικών στόχων. Πριν περάσουμε όμως στην επεξήγηση αυτού του σκεπτικού οφείλουμε να εξηγήσουμε αναλυτικότερα κάτι που είχαμε γράψει και σε εσωτερικό κείμενο που στείλαμε την πρώτη μέρα της απεργίας πείνας και έχει να κάνει με τη χρονική επιλογή αυτού του αγώνα.

Η επιλογή κατάλληλης χρονικής συγκυρίας για να δοθεί μια μάχη είναι ένας παράγοντας προκειμένου σ’ αυτή να έχουμε όσο το δυνατόν καλύτερες προϋποθέσεις να κερδίσουμε έδαφος με το μικρότερο κόστος. Ειδικά σε μια τέτοια μάχη που επιλέξαμε να εκθέσουμε συνολικά και να αντιπαλέψουμε κάποιες βασικές πλευρές του καθεστώτος εξαίρεσης, ο ΣΥΡΙΖΑ ως αντίπαλος, μας προσέφερε περισσότερα πλεονεκτήματα από τις προηγούμενες κυβερνήσεις.

Πρώτον, χρονικά εκτιμούσαμε ότι θα υπήρχε μια περίοδος λίγων μηνών (χοντρικά ως το καλοκαίρι) που ο ΣΥΡΙΖΑ θα ήταν περισσότερο «ευάλωτος» καθώς από το Μάιο η πίεση από την τριμερή των τοκογλύφων για συμφωνία, θα εντείνετο και η κυβέρνηση κατά την εκτίμηση μας θα υπέκυπτε. Έτσι και αλλιώς η συντηρητικοποίηση του ΣΥΡΙΖΑ γίνεται με γοργούς ρυθμούς, κάτι που είναι πλέον εμφανές σε όλα τα ζητήματα: οικονομικά, καταστολής, περιβαλλοντικά, κ.α., οπότε η ευνοϊκότερη συγκυρία για εμάς θα ήταν να δώσουμε αυτή τη μάχη μέσα σ’ αυτό το ολιγόμηνο διάστημα.

Δεύτερον, εκτός της χρονικής συγκυρίας ο ΣΥΡΙΖΑ εμφάνιζε επιπλέον χαρακτηριστικά που μας ευνοούσαν στη σύγκρουση μαζί του. Η πολυφωνία, τόσο στο εσωτερικό του όσο και στη βάση του, ο «αέρας» της αλλαγής που ευαγγελίζονταν, ο φόβος του μη συγκριθεί με την προηγούμενη κυβέρνηση και εκτεθεί, όπως και οι δηλώσεις κορυφαίων στελεχών του για όλα τα ζητήματα που τελικά θέσαμε ως αιτήματα (πλην του DNA που ούτως ή άλλως πρώτη φορά τέθηκε σε δημόσια διαβούλευση λόγω της απεργίας μας) είναι παράμετροι που θα τον έφερναν μπροστά στις αντιφάσεις του.

Ο σχεδιασμός μας λοιπόν βασίστηκε στην αλλαγή κυβέρνησης, αλλά παράλληλα ενυπήρχε ο «κίνδυνος» σύντομης «στροφής» του ΣΥΡΙΖΑ προς το συντηρητικότερο. Στο δίλημμα λοιπόν, που εμφανίστηκε, για το αν θα δώσουμε χρόνο στην καλύτερη οργάνωση του αγώνα, με τον κίνδυνο συντηρητικοποιήσης της κυβέρνησης και άρα τη μεγαλύτερη οχύρωση από την πλευρά του κράτους απέναντι στα αιτήματα μας, ή την άμεση έναρξη του αγώνα, με τις όποιες επιπτώσεις θα είχε στο εσωτερικό του χώρου, επιλέξαμε το δεύτερο.

Ο αρχικός σχεδιασμός της απεργίας

Βέβαια ακόμα και έτσι, ο σχεδιασμός του ΔΑΚ τοποθετούσε την έναρξη του αγώνα ένα μήνα αργότερα ώστε να μπορέσουμε, έστω και σε έναν ελάχιστο βαθμό, να προετοιμάσουμε καλύτερα το «έδαφος», τόσο εντός, όσο εκτός των τειχών. Δηλαδή, στόχος μας ήταν μια σταδιακή κορύφωση του αγώνα – που θα κατέληγε στην απεργία πείνας – με μεσημεριανές στάσεις, αποχής συσσιτίου, κείμενα και άλλες δράσεις από την πλευρά μας που θα προετοίμαζαν κατάλληλα των αγώνα εντός των τειχών. Κάτι που θα γινότανε παράλληλα με μία διαδικασία ζύμωσης με τους συντρόφους εκτός και ανάλογες δράσεις, με στόχο τη «γείωση» των αιτημάτων μας σε ένα μεγαλύτερο κοινωνικό πεδίο. Πέρα όμως από τις πρακτικές διαφορές που θα είχε μία τέτοια προετοιμασία – από κοινού μέσα και έξω – στην εξέλιξη του αγώνα, για μας κομβικότερο όλων ήταν η προσπάθεια αλλαγής των όρων που γίνεται μία απεργία πείνας.

Ως συλλογικοποίηση αναρχικών αιχμαλώτων, τα τελευταία 2,5 χρόνια έχουμε επιδιώξει μια καθαρά συντροφική και πολιτική σχέση με όλους τους συντρόφους εκτός των τειχών που συνειδητοποιούν την αναγκαιότητα σύνδεσης των αγώνων μέσα και έξω από την φυλακή. Έχουμε μιλήσει σε αρκετές εκδηλώσεις, έχουμε συνδεθεί πολιτικά με διάφορα εγχειρήματα και συντρόφους, έχουμε ανταλλάξει σκεπτικά για τον αγώνα. Ποτέ δεν αντιληφθήκαμε τους συντρόφους σαν εργαλεία που θα μας βοηθήσουν στην επίτευξη των στόχων μας. Τόσο στο εσωτερικό μας, όσο και στις σχέσεις που δημιουργούμε, προσπαθούμε να προωθούμε την παραπάνω «κουλτούρα». Εξάλλου ο εχθρός που πολεμάμε δε βρίσκεται μόνο στην κρατική μηχανή και τα διευθυντήρια του κεφαλαίου, αλλά αντικατοπτρίζεται και στις αλλοτριωμένες σχέσεις που δηλητηριάζουν το κοινωνικό σώμα. Όσο θέλουμε λοιπόν να είμαστε συνεπείς με τα προτάγματά μας, αλλά και με τον αγώνα που δίνουμε ενάντια στην εξουσία, είναι βασικό να μην αναπαράγουμε αυτές τις παθογένειες στο εσωτερικό μας.

Αναγνωρίζουμε ότι τα τελευταία χρόνια – τουλάχιστον – οι απεργίες πείνας ήταν αποτέλεσμα κυρίως πρωτοβουλίας των αγωνιστών εντός των τειχών με την ελάχιστη συνδιαμόρφωση με τους συντρόφους εκτός, με αποτέλεσμα ο χώρος να κινητοποιείται σχεδόν αντανακλαστικά. Αυτό ήταν που θέλαμε κυρίως να αλλάξουμε και να υπάρξει μια πρώτη προσπάθεια ουσιαστικής επικοινωνίας, ξεκαθαρίζοντας στην πράξη πως θεωρούμε τους εαυτούς μας κομμάτια του αγώνα και όχι τη λαμπρή πρωτοπορία του.

Ως ΔΑΚ, έχουμε ξεκαθαρίσει πως δεν αντιλαμβανόμαστε το όποιο κίνημα αλληλεγγύης και αγώνα δημιουργείται, σαν ένα στρατό χειροκροτητών που θα ακολουθούν τις προσταγές μας.

Μια απεργία πείνας αμιγώς πολιτική θα έπρεπε (σε αντίθεση με το τι συνέβη τελικά) να σπάσει την εσωστρέφεια που προκύπτει συνήθως από τις «προσωποπαγείς» απεργίες που γίνονται τα τελευταία χρόνια.

Ο εγκλεισμός, δυστυχώς, εκ των πραγμάτων μεγαλώνει την απόσταση των κρατουμένων απ’ το κίνημα, με αποτέλεσμα να θεωρείται συχνά ο χώρος, ως η «φυσική» προέκταση των αγώνων που πυροδοτούνται εντός των τειχών, παραμερίζοντας επί της ουσίας την γόνιμη συνδιαμόρφωση. Έτσι η αλληλεγγύη με τη σειρά της έχει μάλλον διεκπεραιωτικό χαρακτήρα, σαν το αυτονόητο που προκύπτει, χωρίς όμως την απαραίτητη πολιτική ζύμωση.

Για μας λοιπόν ήταν αναγκαίος ο επαναπροσδιορισμός των ορίων που διεξάγεται ένας αγώνας εντός και εκτός, για να πάψει η σύνδεση των αγώνων να είναι μία θεωρητική προσέγγιση του ζητήματος του εγκλεισμού και να γίνουν τα πρώτα βήματα (αυτά τα απαραίτητα βήματα!) για την ουσιαστική μας εξέλιξη.

Φυσικά, για άλλη μια φορά ακόμα οδηγηθήκαμε στα ίδια μονοπάτια. Δυστυχώς η ενημέρωση του χώρου (σε ένα μεγάλο βαθμό), έγινε την ημέρα έναρξης απεργίας. Για άλλη μια φορά φέραμε αρκετούς συντρόφους προ τετελεσμένων γεγονότων, όπως άλλωστε βρεθήκαμε και εμείς. Γιατί για ορισμένους η επικοινωνία με τις συλλογικότητες και τα άτομα που αγωνίζονται, είναι μια «πολυτέλεια» μη απαραίτητη. Ίσως για κάποιους να φαντάζουν και «γελοία» όλα αυτά, όμως για εμάς αποτελούν χρόνιες παθογένειες του χώρου (που για ακόμα μια φορά τις βρήκαμε μπροστά μας) που πρέπει επιτέλους να τις ξεπεράσουμε. Να αφήσουμε χώρο στη συνδιαμόρφωση και την εξέλιξη και όχι την καταστροφική εσωστρέφεια.

***

Έτσι ο αγώνας που εμείς προετοιμάζαμε κατέληξε σε τρία σημεία στόχους. Πρώτος στόχος, ο πολιτικός, ο σαφής διαχωρισμός δηλαδή του ριζοσπαστικού ανατρεπτικού χώρου, απ’ όσους πίστεψαν σε μια εναλλακτική διαχείριση εξουσίας. Και παράλληλα η πρακτική αντιμετώπιση της ολοένα αυξανόμενης κατασταλτικής πολιτικής, επιχειρώντας κάποια αναχώματα στα μέσα που έχει στη διάθεση της η εξουσία. Με λίγα λόγια η ρηγμάτωση ενός συμπαγούς πολιτικού δόγματος καταστολής που στοχεύει συνολικά στους ανθρώπους του αγώνα, αλλά και όσους το σύστημα θεωρεί περιττούς.

Φυσικά ένας τέτοιος πολιτικός στόχος έχει αμέτρητες εκφάνσεις, η επιλογή μας να εστιάσουμε στους αντιτρομοκρατικούς, της «τύπου Γ», τον «κουκουλονόμο» και το DNA, έγινε καθώς πιστεύουμε ότι τα συγκεκριμένα ζητήματα είναι η πρώτη γραμμή της κατασταλτικής πολιτικής του σύγχρονου ολοκληρωτισμού.

Είναι ζητήματα που άπτονται της ουσίας του καθεστώτος εξαίρεσης και άρα του συνόλου του ανταγωνιστικού κινήματος.

Ορμώμενοι από αυτήν την ανάλυση θέσαμε και τους άμεσους στρατηγικούς στόχους που θα μπορούσε να πετύχει αυτός ο αγώνας. Αυτοί οι στρατηγικοί στόχοι ήταν αφενός η συσπείρωση του ριζοσπαστικού χώρου στα πλαίσια ενός κινήματος – κάτι που θα έδειχνε από τους πρώτους κιόλας μήνες της «αριστερής» διακυβέρνησης, ότι ο αγώνας ενάντια στην εξαθλίωση είναι ένας αγώνας ενάντια στην ανάθεση και την αφομοίωση – και αφετέρου την συσπείρωση των αναρχικών και κομμουνιστών κρατουμένων κάτω από ένα κοινό πολιτικό πλαίσιο που αφορά το σύνολο των αντιστεκόμενων ανθρώπων.

Φυσικά μέσω αυτού του αγώνα επιδιώκαμε και την επίτευξη κάποιων τακτικών στόχων. Δηλαδή την ελάφρυνση του ποινικού πλαισίου που αφορά τόσο εμάς, όσο και όσους πιθανόν βρεθούν στη θέση μας στο μέλλον και παράλληλα την ευκαιρία μέσα απ’ αυτόν τον αγώνα να υπάρξει μια περαιτέρω ανάπτυξη της δυναμικής του αναρχικού χώρου, μια αναζωπύρωση κόντρα στο κλίμα παραίτησης, που έφερε η εκλογή ΣΥΡΙΖΑ για ένα μεγάλο κομμάτι της κοινωνίας.

Το κατά πόσο επιτεύχθηκαν αυτοί οι 3 στόχοι είναι κάτι που θα το αναλύσουμε παρακάτω και σίγουρα ο βαθμός που ικανοποιήθηκαν τα αιτήματα μας, επαναπροσδιορίζει και τον αρχικό μας σχεδιασμό, την ανάλυση που μας οδήγησε σε ένα τόσο προωθημένο πολιτικό πλαίσιο. Οφείλουμε να κάνουμε μια αυτοκριτική (και παράλληλα κριτική) για το κατά πόσο εκτιμήσαμε ορθά το πολιτικό σκηνικό συνολικά και τους συσχετισμούς δυνάμεων.

Το στοίχημα της συνδιαμόρφωσης

Στα πλαίσια λοιπόν μιας διαλεκτικής ενότητας μοιραστήκαμε το σκεπτικό μας με όσους αιχμαλώτους συντρόφους θεωρούσαμε, τότε, πως είχαμε έστω και την ελάχιστη πολιτική σύνδεση, συγκεκριμένα: τους Μαζιώτη, Κουφοντίνα, Γουρνά.

Η αρχική μας επικοινωνία δεν έφερε κανένα αποτέλεσμα, καθώς οι πολιτικοί κρατούμενοι στο Δομοκό διαφωνούσαν με το διευρυμένο πολιτικό πλαίσιο και επέμεναν ότι ο αγώνας πρέπει να αφορά μόνο τις «τύπου Γ».

Στην πορεία όμως και στο όνομα μιας υποτιθέμενης συνδιαμόρφωσης, υπήρξε μια επανατοποθέτηση από την πλευρά τους, που άνοιξε έναν κύκλο συζητήσεων γύρω από τα αιτήματα, που ως ΔΑΚ είχαμε θέσει. Οι συζητήσεις αυτές είχαν ως επίκεντρο το αίτημα του DNA, που για κάποιους κρατούμενους του Δομοκού δεν ήταν πολιτικό αίτημα, αλλά προσωπικό. Επειδή λοιπόν, για διάφορους λόγους υπάρχει παρανόηση για το τι είναι προσωπικό αίτημα χρειάζεται να θέσουμε επί τάπητος κάτι αυτονόητο. Οι δύο αντιτρομοκρατικοί νόμοι, ο κουκουλονόμος, ο εγκλεισμός σε καθεστώς «τύπου Γ» και η διεύρυνση της χρήσης του DNA στο βαθμό που να καλύπτει τα πάντα, είναι η επίταση του αστυνομοδικαστικού ελέγχου που ασκείται τόσο σε εμάς, όσο και σε χιλιάδες άλλους κρατούμενους ή κατηγορούμενους.

Το να τονίζεται ότι το DNA είναι προσωπικό αίτημα επειδή αυτό είναι το βασικό στοιχείο κατηγορίας κάποιων από εμάς οπότε αφορά κάποιους απεργούς, είναι σαν να λέει κάποιος, ότι ο αντιτρομοκρατικός αφορά μόνο τους καταδικασμένους μ’ αυτόν ή η ύπαρξη φυλακών «τύπου Γ» αφορά τους εγκλείστους τους. Όποιος ξεχνάει τις βίαιες ή εκβιαστικές λήψεις γενετικού υλικού στις Σκουριές, σε συλληφθέντες σε συγκρούσεις, ή σε εκατοντάδες δικαστικές ποινικές υποθέσεις, είναι σαν να ξεχνάει ότι περίπου 3000 κρατούμενοι διώκονται με τον 187, ή ότι δεκάδες σύντροφοι και ληστές διώκονται με τον κουκουλονόμο.

Βέβαια η επιχειρηματολογία για ποιο λόγο δεν ήταν πολιτικό το αίτημα εξαντλούνταν στο σκεπτικό ότι δεν μπορούμε να ζητήσουμε την κατάργηση του DNA, καθώς είναι σαν να ζητάμε την κατάργηση των δακτυλικών αποτυπωμάτων. Κάτι που φυσικά δεν είχε καμία σχέση με το αίτημα που είχαμε θέσει γύρω από το DNA.

Παράλληλα από το Δομοκό ήρθε και η πρόταση για το αίτημα της αποφυλάκισης του Σάββα, ένα αίτημα που από την πρώτη στιγμή στηρίξαμε και ενσωματώσαμε στο πολιτικό μας πλαίσιο. Δυστυχώς όμως, όλες αυτές οι συζητήσεις γύρω από τα αιτήματα (και συγκεκριμένα για το DNA) έφεραν το τραγελαφικό αποτέλεσμα να τεθεί ένα ξεκάθαρο τελεσίγραφο από το Δομοκό, που έλεγε ότι αν δεν βγάλουμε τα αιτήματα το DNA, τότε αυτοί θα ξεκινήσουν απεργία πείνας σε ημερομηνία που δε θα μας έλεγαν, με δικό τους πολιτικό πλαίσιο, που επί της ουσίας θα ήταν η πρόταση του ΔΑΚ, χωρίς το αίτημα του DNA.

Μία πρόταση συνδιαμόρφωσης από κοινού ενός αγώνα κατέληξε δηλαδή ένας «αγώνας δρόμου» που ακόμα αδυνατούμε να κατανοήσουμε τα κίνητρα και το πολιτικό σκεπτικό των ανθρώπων που βιάστηκαν να ξεκινήσουν την απεργία πείνας.

Απ’ την άλλη βέβαια τα αποτελέσματα αυτής της επιλογής είναι πλέον δεδομένα και έχουμε την ευκαιρία να τα αναλύσουμε.

Πριν το κάνουμε όμως, οφείλουμε να κάνουμε μια παρένθεση και να εξηγήσουμε τους λόγους για τους οποίους αναφερόμαστε δημόσια σ’ αυτές τις εσωτερικές κατά τα άλλα διαδικασίες.

Καλώς ή κακώς λοιπόν (αυτό μένει να το κρίνει η ιστορία) δεν θεωρούμε ότι ο κάθε αγώνας προσωποποιείται και κατ’ επέκταση ταυτίζεται με έναν άνθρωπο ή μια ομάδα ανθρώπων. Ακόμα και αν η πυροδότηση προκύπτει από πρόσωπα, οι αναφορές και η επίδραση του κάθε αγώνα, αγγίζει το σύνολο του ριζοσπαστικού/ανατρεπτικού χώρου.

Συνεπώς ο αγώνας συνολικά δεν αφορά μόνο τα υποκείμενα που συμμετέχουν σ’ αυτόν και σίγουρα ο δρόμος της εξέλιξης του δεν είναι οι ίντριγκες και τα δημόσια «ξεκατινιάσματα» που πηγάζουν από μία λανθάνουσα αντίληψη περί υπόληψης ή κύρους ενός ονόματος. Αντιθέτως η ποιοτική αναβάθμιση του αγώνα, έρχεται μέσω μιας ουσιαστικής αποτίμησης και γόνιμης κριτικής στα πολιτικά χαρακτηριστικά του.

Για μας, κίνητρο για να ανοίξουμε έναν δημόσιο διάλογο, δεν είναι σε καμία περίπτωση η επίθεση λάσπης που μπορεί να προέρχεται από τους απανταχού «ειδικούς» του αγώνα. Αντιθέτως, ακριβώς επειδή πιστεύουμε πως μια τέτοια δημόσια αντιπαράθεση δεν ευνοεί κανέναν άλλον, πέρα από την εξουσία, επιλέγουμε συνειδητά να αγνοήσουμε κάθε τέτοια «επίθεση», που δεν πατάει σε κανένα απολύτως πολιτικό επιχείρημα, χωρίς αυτό να σημαίνει βέβαια πως δεν έχουμε τίποτα να πούμε. Όμως πολύ απλά θεωρούμε ότι ένας ανοιχτός διάλογος πρέπει να έχει στόχο την θεωρητική και πρακτική ζύμωση στο εσωτερικό του κινήματος με στόχο τη διαρκή εξέλιξη του.

Κλείνοντας λοιπόν αυτήν την παρένθεση, ξαναγυρνάμε στις επικοινωνίες μας με το Δομοκό, τον άτυπο εκβιασμό και τα πρακτικά του αποτελέσματα. Μετά λοιπόν από πολλές συζητήσεις και εφόσον οι διαφωνίες μας, τόσο σε πολιτικό επίπεδο όσο και σε επίπεδο αιτημάτων, ήταν εκ των πραγμάτων αξεπέραστες αποφασίσαμε να κατεβούμε με τρία ξεχωριστά κείμενα και αιτήματα κοινά (εκτός του DNA που βάλαμε ως ΔΑΚ), με μια ελάχιστη συνεννόηση και με κοινή έναρξη. Σ’ αυτό το σημείο είχαμε ξεκαθαρίσει σε όλους του τόνους και είχε γίνει δεκτό, πως πρέπει να δοθεί ένας χρόνος 2 εβδομάδων με 1 μήνα να ενημερωθούν συλλογικότητες και μεμονωμένοι σύντροφοι για να προετοιμαστούν για τον επικείμενο αγώνα.

Την επόμενη ημέρα όμως, από εκείνη τη συνεννόηση (27/2), ένας κρατούμενος στις τύπου Γ, ο Γ. Σοφιανίδης, ξεκίνησε απεργία πείνας με σκοπό να συνεχίσει τις σπουδές του στο ΙΕΚ Κορυδαλλού. Οι πολιτικοί κρατούμενοι στο Δομοκό, θεώρησαν πως με αυτήν την απεργία τίθεται ζήτημα για της «τύπου Γ» συνολικά οπότε δε γίνεται να μείνουν αμέτοχοι και ότι θα ξεκινήσουν την απεργία άμεσα. Έτσι μας ξεκαθαρίστηκε – με όρους τελεσιγράφου για άλλη μία φορά – πως θα ξεκινήσουν 2/3, παρά τις δικές μας ενστάσεις πως κάτι τέτοιο θα ήταν λάθος, καθώς δεν έχει υπάρξει επαρκής ενημέρωση των αλληλέγγυων. Είναι τουλάχιστον προβληματικό, άνθρωποι που προτάσσουν τη δημιουργία ενός οργανωμένου επαναστατικού κινήματος, με στόχο την κοινωνική επανάσταση, να λειτουργούν εκβιαστικά χωρίς το στοιχειώδη σεβασμό σε μας, αλλά και στους συντρόφους εκτός.

Αν και όπως είπαμε πριν απεχθανόμαστε την «κουλτούρα» (που ευδοκιμεί και στο αγωνιστικό στρατόπεδο), που αντιλαμβάνεται τους ανθρώπους (ακόμα και τους συντρόφους) ως εργαλεία και μέσα επίτευξης ενός σκοπού, βρεθήκαμε μπροστά σε ένα νέο δίλημμα που καμία επιλογή δεν μας φαινόταν σωστή. Είτε να ξεκινήσουμε στο χρονοδιάγραμμα που είχαμε αποφασίσει (δηλαδή ένα μήνα αργότερα), σεβόμενοι τις διαδικασίες των συντρόφων εκτός των τειχών και αντιλαμβανόμενοι τον κοινό αγώνα που είχαμε επιλέξει να δώσουμε, είτε να ξεκινήσουμε και εμείς στις 2/3 επωμιζόμενοι εξαρχής το βάρος και τις δυσκολίες ενός αγώνα που δίνεται με ελάχιστη έως μηδενική οργάνωση.

Αποφασίσαμε λοιπόν να ξεκινήσουμε και εμείς στις 2/3 θεωρώντας πως αν ξεκινήσουμε αργότερα θα είχε ήδη αναπτύξει μια δυναμική ο αγώνας των υπόλοιπων πολιτικών κρατουμένων και το βασικότερο δε θα επωμιζόμασταν το ίδιο βάρος μ’ αυτούς.

Εδώ να σημειώσουμε πως εξαρχής είχαμε μοιραστεί με τους υπόλοιπους πολιτικούς κρατούμενους τη στρατηγική μας, δηλαδή κατ’ αρχάς τη σταδιακή εισχώρηση στην απεργία έτσι ώστε, οργανισμοί με διαφορετικές αντοχές και πιο επιβαρυμένοι σε επίπεδο υγείας να μοιραστούν το ίδιο βάρος με όλους και να πιέζουν παράλληλα όλοι οι απεργοί με την υγεία τους. Αυτό πέρα από το ότι ήταν αξιακό ζήτημα για μας, ήταν και ένα πρακτικό πρόβλημα καθώς η κρίσιμη κατάσταση υγείας κάποιον (λίγων) απεργών δε θα μπορούσε να επιταχύνει τις διαδικασίες απ’ την πλευρά της κυβέρνησης, που εξ’ αρχής εκτιμούσαμε ότι θα ξεπερνούσαν το μήνα. Μ’ αυτό το σκεπτικό είχαμε πει και στους υπόλοιπους πολιτικούς κρατούμενους πως, λόγω έλλειψης προετοιμασίας και της χρονικής διάρκειας που θα είχε η απεργία, θα έπρεπε να πίνουν, για το πρώτο διάστημα, ζάχαρη και χυμούς(συσκευασμένους), για να συντηρούνται σε ένα καλό επίπεδο βασικές βιταμίνες του οργανισμού. Μια συντήρηση που φυσικά δεν αναιρεί την απεργία πείνας, καθώς η φθορά του οργανισμού συνολικά είναι δεδομένη. Εξ’ άλλου και οι διεθνής εμπειρία από απεργίες πείνας, που γίναν με αντίστοιχη στρατηγική συντήρησης, όπως οι πολυήμερες απεργίες των αγωνιστών από την Τουρκία που μετράνε περίπου 125 νεκρούς (που συντηρούνται με ζάχαρη, τσάι με ζάχαρη και βιταμίνες), καταλήγουν σε ένα και μόνο αποτέλεσμα. Στην ολοκληρωτική αποδόμηση του οργανισμού και τον θάνατο, και αυτό δεν είναι αμφισβητήσιμο.

Εμείς απ’ την πλευρά μας λοιπόν, επιλέξαμε την κατάλληλη στρατηγική που θεωρήσαμε ότι ήταν απαραίτητη, βλέποντας μπροστά μας έναν μακροχρόνιο αγώνα, που υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να πάει μετά το Πάσχα και άρα να υπάρχει ο «νεκρός» χρόνος που θα ήταν κλειστή η Βουλή.

Εκτός όμως από την στρατηγική που σκοπεύαμε να ακολουθήσουμε με το πρακτικό σκέλος της απεργίας, είχαμε ενημερώσει τους υπόλοιπους πολιτικούς κρατούμενους και για το κομμάτι των διαπραγματεύσεων που θα γίνονταν κατά τη διάρκεια του αγώνα με την κυβέρνηση. Είχαμε ξεκαθαρίσει λοιπόν, σε όλους του τόνους (κάτι που σκοπίμως αποκρύπτεται), ότι η δικηγόρος με τους γονείς που πήγαν στον υπουργό, δεν πήγαν μετά από δικιά μας παρότρυνση, αλλά ότι ήταν μία πρωτοβουλία απ’ την πλευρά τους, που δεν είχε καμία σχέση με την απεργία πείνας που προετοιμάζαμε. Επίσης είχαμε δηλώσει τόσο στους πολιτικούς κρατούμενους, όσο και στους ίδιους τους δικηγόρους που ασχολήθηκαν με την υπόθεση πως σε καμία περίπτωση οι δικηγόροι δεν θα είχαν το ρόλο του εκπροσώπου μας, αλλά ότι όποια επαφή τους με το υπουργείο θα ήταν σε ένα πλαίσιο ενημέρωσης μας για τις προθέσεις της κυβέρνησης και όχι διαπραγμάτευσης. Κάτι που έγινε κιόλας και οι όποιες επαφές πραγματοποιήθηκαν στα πλαίσια μιας διαπραγμάτευσης ήταν με εκπρόσωπο του υπουργείου που ερχόταν στις φυλακές και μιλούσε απευθείας μαζί μας.

***

Η διαχείριση της απεργίας από το ΣΥΡΙΖΑ

Από την έναρξη της απεργίας η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ απέφευγε την οποιαδήποτε αναφορά στον αγώνα μας. Οι ίδιοι άνθρωποι που στις προηγούμενες απεργίες (με το πιο πρόσφατο παράδειγμα την προ τριμήνου απεργία του Νίκου Ρωμανού) ήταν “λαλίστατοι” τώρα αυτοί και τα μέσα που ελέγχουν απέκρυπταν παντελώς τον αγώνα μας. Ο ΣΥΡΙΖΑ ως ο κατ’ εξοχήν εκπρόσωπος της καθεστωτικής αριστεράς είχε ανέκαθεν τον βρώμικο ρόλο του αφομοιωτή των ριζοσπαστικών αγώνων και κινημάτων. Τα παραδείγματα του πρόσφατου παρελθόντος είναι πολλά και κατατοπιστικά. Από την αποπολιτικοποίηση αναρχικών συλληφθέντων και απεργών πείνας και τον περιορισμό της δήθεν “αλληλεγγύης” τους αποκλειστικά στον τομέα που άπτεται των “ανθρωπίνων δικαιωμάτων”, μέχρι τη συστηματική εμπορία ελπίδας για την “πρώτη φορά αριστερή” κυβέρνηση και το ξεφούσκωμα των συγκρουσιακών αντιμνημονιακών συλλαλητηρίων την περίοδο του 2010-12. Από τις Σκουριές που κατηγορούν ως προβοκάτορες όσους συντρόφους και κατοίκους συγκρούονται με τα εργοδοτικά συμφέροντα μέχρι τον αντιφασιστικό αγώνα που τον αντιλαμβάνονται αυστηρά μέσα στα θεσμικά πλαίσια. Οι πρώτες εκατό ημέρες διακυβέρνησής του εξάλλου έχουνε επιβεβαιώσει τις βασικές μας εκτιμήσεις. Οι προεκλογικές δεσμεύσεις έχουν πάει περίπατο, οι περίφημες “κόκκινες γραμμές” συνεχώς μετατοπίζονται, η εξόντωση των απεργών πείνας δεν έχει να ζηλέψει σε τίποτα τις δεξιές κυβερνήσεις του παρελθόντος, η αστυνομοκρατία συνεχίζεται.

Συγκεκριμένα για την απεργία των πολιτικών κρατουμένων η κυβέρνηση επέλεξε τη στρατηγική της παντελούς απόκρυψής της. Είναι χαρακτηριστικό πως ενώ 28 βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ κατέθεσαν δύο “φωτογραφικές” τροπολογίες που ικανοποιούσαν μέρος των αιτημάτων μας ΚΑΝΕΝΑ κυβερνητικό στέλεχος δεν έκανε την παραμικρή αναφορά στην απεργία, παρά την πίεση σύσσωμου του συντηρητικού στρατοπέδου που μιλούσε για “ικανοποίηση των απαιτήσεων των τρομοκρατών”. Ενώ λοιπόν ήταν φανερό πως λόγω του αγώνα μας ενσωματώθηκαν διατάξεις στο νομοσχέδιο, η κυβέρνηση (ακολουθώντας πιστά τις επιλογές των προκατόχων της) τις εμφάνιζε ως ανθρωπιστικές που ούτως ή άλλως αποτελούσαν δεσμεύσεις της.

Παράλληλα επέλεξε στοχευμένα να κωλυσιεργήσει την κατάθεση και ψήφιση του νομοσχεδίου δοκιμάζοντας τις αντοχές μας και παίζοντας επικίνδυνα παιχνίδια με την υγεία των απεργών επιδιώκοντας με αυτό τον τρόπο να σταματήσουμε τον αγώνα, δίνοντας τους τη δυνατότητα να περάσουν ακόμα λιγότερα από όσα περιελάμβανε τελικώς το νομοσχέδιο. Η συγκεκριμένη επιδίωξη του ΣΥΡΙΖΑ ενισχύθηκε και από τη σταδιακή αποχώρηση των απεργών στο διάστημα μεταξύ της 27ης και 39ης ημέρας απεργίας. Το σταμάτημα του αγώνα από τους υπόλοιπους απεργούς σε συνδυασμό με το “νεκρό” χρόνο του Πάσχα έδωσε το άλλοθι στον ΣΥΡΙΖΑ να κωλυσιεργήσει έχοντας ελπίδες πως κι εμείς θα σταματήσουμε και θα πάει στην ψήφιση νομοσχεδίου χωρίς την πίεση που του προξενούσε αφενός η απεργία και αφετέρου η κατάληψη της Πρυτανείας και οι υπόλοιπες δράσεις αλληλεγγύης. Μιλώντας εκ των υστέρων εκτιμούμε πως αν δεν συνεχίζαμε τον αγώνα ο υπουργός δεν θα έκανε καθόλου δεκτές τις τροπολογίες για το DNA και τον κουκουλονόμο ενώ ενδεχομένως να είχε υποχωρήσει και στη ρύθμιση για τους ανάπηρους κρατούμενους που συμπεριλαμβάνει και τον Σάββα Ξηρό.

Σημαντικός παράγοντας στη διαχειριστική στρατηγική του ΣΥΡΙΖΑ πέρα από όσα αναφέραμε ήταν η προβοκατορολογία κυρίως στα φιλικά του μέσα για το κίνημα αλληλεγγύης. Ειδικά μετά την κατάληψη του ραδιοφωνικού σταθμού “Κόκκινο” η γραμμή των μέσων που στηρίζουν την κυβέρνηση ήταν οτι οι αλληλέγγυοι σύντροφοι ηθελημένα ή όχι λειτουργούν προβοκατόρικα προς όφελος “των δανειστών και της Μέρκελ και βάζουν σοβαρά εμπόδια στη διαπραγμάτευση με τους Ευρωπαίους”. Το αποκορύφωμα ήρθε με την εισβολή αναρχικών στον προαύλιο χώρο της βουλής με δηλώσεις πρωτοκλασάτων στελεχών και βουλευτών του ΣΥΡΙΖΑ που μιλούσαν ευθέως για “πράκτορες ξένων συμφερόντων”. Ανέκαθεν η καθεστωτική αριστερά, άρα και ο ΣΥΡΙΖΑ, θεωρούσε πως αποτελεί τη μοναδική δύναμη που εκφράζει και υπερασπίζεται τα “λαϊκά συμφέροντα” ενώ παράλληλα δήλωνε (και εξακολουθεί να δηλώνει) πίστη σε όλους τους θεσμούς την αστικής δημοκρατίας καταδικάζοντας και συκοφαντώντας τις επαναστατικές πρακτικές. Από κυβερνητικό πόστο αυτή τη φορά είναι λογικό τα μέσα που ελέγχει αλλά και διάφορα στελέχη και βουλευτές της να καταφεύγουν στη γνωστή προβοκατορολογία ιδιαίτερα σε μια περίοδο που ακόμα η στήριξη του κόσμου είναι μεγάλη.

Η στάση του “συντηρητικού” στρατοπέδου

Στον αντίποδα του ΣΥΡΙΖΑ είχαμε μια φοβερή συσπείρωση του συντηρητικού στρατοπέδου με “μπροστάρη” φυσικά τη Νέα Δημοκρατία και την πρώτη σοβαρή πολιτική αντιπαράθεση σε επίπεδο κεντρικής πολιτικής σκηνής μετά τις εκλογές. Η Νέα Δημοκρατία επιδίωκε με τη στρατηγική της να καθυστερήσει τη διαδικασία όσο περισσότερο γίνεται, ελπίζοντας πως αν είχαμε νεκρό απεργό πείνας δεν θα μπορούσε να σταθεί μια αριστερή κυβέρνηση. Ταυτόχρονα στόχευε στο “πλούσιο” συντηρητικό ακροατήριο που ευδοκιμεί στην ελληνική κοινωνία απ’ το οποίο ένα σημαντικό κομμάτι πρώην ψηφοφόρων της δεξιάς παράταξης έχουν στραφεί σε εναλλακτικές επιλογές πχ “Χρυσή Αυγή” λόγω της εντεινόμενης οικονομικής εξαθλίωσης. Η Νέα Δημοκρατία με τις επιλογές της τα τελευταία χρόνια στον οικονομικό τομέα δεν έχει πολλά “χαρτιά” να παίξει παρά μόνο της δημόσιας τάξης και της ασφάλειας. Με άξιους συνοδοιπόρους το ΠΑΣΟΚ και το κόμμα δεκανίκι του Μπόμπολα, Ποτάμι, πολέμησε την απεργία με όλες της τις δυνάμεις. Με αιχμή φυσικά το Σάββα Ξηρό και τη ρύθμιση για την αποφυλάκισή του επιδίωξε να πολώσει την κατάσταση με διττό σκοπό, είτε με τον ντόρο που θα δημιουργηθεί να μην περάσει το νομοσχέδιο, είτε να έχουμε λόγω κωλυσιεργίας θάνατο απεργού πείνας.

Βασικός σύμμαχος σε αυτή της την προσπάθεια υπήρξαν τα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε. Τα ίδια media λοιπόν που εδώ και δεκαετίες διαπομπεύουν και κατασυκοφαντούν τους επαναστάτες, που διαστρεβλώνουν την ένοπλη επαναστατική δράση παραποιώντας τα προτάγματά της, στη δεδομένη χρονική συγκυρία βρέθηκαν στην εμπροσθοφυλακή του στρατοπέδου που αντιμαχόταν την απεργία. Αρχικά, πέρα από την κατάληψη στα κεντρικά γραφεία του ΣΥΡΙΖΑ την 7η ημέρα, επέλεξαν την πεπατημένη της ΠΑΝΤΕΛΟΥΣ απόκρυψης. Κομβικό σημείο που άλλαξε τα γεγονότα, άρα και τη στάση των media, αποτέλεσαν οι συνεχιζόμενες δράσεις των αλληλέγγυων συντρόφων. Η κατάληψη της Πρυτανείας και της Νομικής (με όλες τις προβληματικές της), η εισβολή στον προαύλιο χώρο της βουλής, οι συγκρούσεις με τα ΜΑΤ, οι εμπρηστικές επιθέσεις και πολλές άλλες δράσεις σε όλες τις πόλεις, έφεραν τον αγώνα στο προσκήνιο, με αποτέλεσμα τα ΜΜΕ σε αγαστή συνεργασία με τη ΝΔ, το ΠΑΣΟΚ, και το Ποτάμι να περάσουν στην αντεπίθεση.

Καθημερινά, από πολιτικές εκπομπές μέχρι τα δελτία ειδήσεων, παρακολουθήσαμε στελέχη και βουλευτές των προαναφερόμενων κομμάτων, κυρίως της ΝΔ, μαζί με δημοσιογράφους, να κηρύσσουν “ανένδοτο αγώνα” ενάντια στην τρομοκρατία και παράλληλα με φόντο κυρίως τη συνεχιζόμενη κατάληψη της Πρυτανείας να παρουσιάζουν μια κατάσταση “κατάλυσης της τάξης” από τους αντιεξουσιαστές που σίγουρα δεν αντιστοιχούσε στην πραγματικότητα. Καταλήψεις, συγκρούσεις και επιθέσεις είχαμε και στο παρελθόν. Μάλιστα η απεργία πείνας του Νίκου Ρωμανού ακόμα είναι πολύ πρόσφατη. Στον συγκεκριμένο αγώνα είχαν λάβει χώρα αρκετά περισσότερες καταλήψεις, γενικευμένες συγκρούσεις με τις μονάδες καταστολής, και είχε λήξει με τη φωτογραφική τροπολογία του Νεοδημοκράτη υπουργού Δικαιοσύνης Αθανασίου, που ικανοποιούσε το αίτημα του συντρόφου. Κι όμως, η τρομολαγνεία που εκφράστηκε απ’ τα καθεστωτικά Μ.Μ.Ε. και τα πολιτικά κόμματα στην τελευταία απεργία ήταν άνευ προηγουμένου. Ακόμα και σχετικά “συνηθισμένες” δράσεις, όπως η συγκέντρωση στον Άγνωστο Στρατιώτη ή τα συνθήματα στους εξωτερικούς τοίχους της βουλής έπαιρναν φοβερές διαστάσεις από τον παραμορφωτικό φακό των media.

Παράλληλα, σαν να μην υπήρχαν άλλα αιτήματα, δυστυχώς η αντιπαράθεση στην κεντρική πολιτική σκηνή κωδικοποιήθηκε στο ζήτημα της απελευθέρωσης του Σάββα Ξηρού. Και τί δεν είδαμε. Γνωστούς τηλεμαϊντανούς να βγάζουν λίβελους για την αποφυλάκιση του “δολοφόνου”, τα ΜΜΕ να οργιάζουν για “τη σκανδαλώδη τροπολογία” μέχρι και οι συγγενείς θυμάτων της τρομοκρατίας επιστρατεύτηκαν για να πολωθεί το κλίμα. Φυσικά σε όλο αυτό, έπαιξε ρόλο και η φοβική στάση της κυβέρνησης του ΣΥΡΙΖΑ, η οποία προσπαθούσε να εξισορροπήσει τα πράγματα, καθώς απ’ τη μία είχε τις πιέσεις που προκαλούσε η απεργία και ο αλληλέγγυος κόσμος, και από την άλλη τις συνεχιζόμενες αντιδράσεις του συντηρητικού στρατοπέδου, και της κυβέρνησης των ΗΠΑ που με ωμή της παρέμβαση ξεκαθάρισε πως “η αποφυλάκιση τρομοκρατών δεν θα αποτελέσει φιλική ενέργεια”.

Η τελική έκβαση του αγώνα

Με αυτό το πολεμικό κλίμα φτάσαμε στις επιτροπές της βουλής και στη “νεκρή” εβδομάδα των διακοπών του Πάσχα. Παρακολουθώντας τις συνεδριάσεις, ήταν ξεκάθαρη η προσπάθεια από τη μια της ΝΔ να καθυστερήσει την ψήφιση ώστε να υπάρξει εμπλοκή με την απεργία και του ΣΥΡΙΖΑ από την άλλη να φανεί πως δεν πιέζεται από πουθενά, αλλά φέρνει ένα νομοσχέδιο που εντάσσεται στις προεκλογικές του δεσμεύσεις. Σε αυτό το σημείο πήραμε την δύσκολη απόφαση της συνέχισης του αγώνα μέχρι την ψήφιση του νομοσχεδίου.

Εδώ θέλουμε να ανοίξουμε μια μικρή παρένθεση (καθώς το αναλύουμε εκτενέστερα παρακάτω) για την ελλειμματική αλληλεγγύη που εκφράστηκε στην απεργία. Παρά τις πραγματικά αξιέπαινες προσπάθειες ενός όχι αμελητέου πυρήνα συντρόφων, το κίνημα αλληλεγγύης, δεν ήταν στο επίπεδο που αντιστοιχεί στο συγκεκριμένο αγώνα. Παρά τις αρχικές προβληματικές του, που έπαιξαν ρόλο και τις εκθέτουμε κι εμείς στο κείμενό μας, το επίπεδο του αγώνα ήταν τόσο διευρυμένο, καθώς αφορούσε όλο το κατασταλτικό πλαίσιο της τελευταίας 15ετίας, και αγγίζει το σύνολο του ανταγωνιστικού κινήματος. Επομένως στο επίπεδο της σύγκρουσης, από τη στιγμή που απ’ το απέναντι στρατόπεδο πολεμηθήκαμε τόσο λυσσαλέα, ήμασταν κατώτεροι των περιστάσεων. Για άλλη μια φορά παρεισφρήσαν έριδες, προσωπικές αντιπαραθέσεις, ίντριγκες. Παρά τη συσπείρωση του συντηρητικού στρατοπέδου, την τρομολαγνεία των media, τη φανερή υποχώρηση της κυβέρνησης, επομένως και της διαφαινόμενης ρωγμής του καθεστώτος εξαίρεσης, η αλληλεγγύη καθ’ όλη την διάρκεια της απεργίας παρέμεινε ασύνδετη και ασυντόνιστη. Παρά την προσπάθεια κάποιων συντρόφων για τη σύνδεση του αγώνα μας με άλλους αγωνιζόμενους, όπως στις Σκουριές, δεν υπήρξε απτό αποτέλεσμα. Παράλληλα, συγκρινόμενες με το μέγεθος και το επίπεδο του αγώνα, οι δράσεις αλληλεγγύης μπορούν να χαρακτηριστούν περιορισμένες και σίγουρα όχι στο ύψος των περιστάσεων. Παρ’ όλα αυτά όμως, δεν παύει να αποτελεί τον πρώτο (προς το παρόν) σοβαρό αγώνα κόντρα στην αριστερή διαχείριση της κρατικής μηχανής που άφησε σοβαρές πληγές στον κυβερνητικό σχηματισμό. Το ανθρωπιστικό και δήθεν αγωνιστικό προσωπείο του ΣΥΡΙΖΑ ράγιζε καθημερινά μέχρι που έσπασε τελείως με την έφοδο των ΜΑΤ στην κατειλημμένη Πρυτανεία.

***

Αυτό που ξεχωρίζει την κατάληψη της Πρυτανείας στο κέντρο της Αθήνας από άλλες εξίσου σημαντικές ανάλογες δράσεις που έγιναν σε άλλες πόλεις ήταν το γεγονός της ανάδειξής της από το κράτος ως τον πυρήνα – σύμβολο του αγώνα εκτός των τειχών.

Σε προπαγανδιστικό επίπεδο η καταστολή της κατάληψης αποτέλεσε πράξη άκρως συμβολική. Ύστερα από 19 μέρες και μετά από τη δύσκολη και κρίσιμη περίοδο του Πάσχα που οι καταληψίες κράτησαν τη φλόγα ζωντανή στεκόμενοι στο ύψος των περιστάσεων έλαβε χώρα η τελική κατασταλτική πράξη.

Η 17/4, μέρα που το κράτος προχώρησε στην εκκένωση της κατάληψης ήταν η μέρα της ψήφισης του ν/σ, που όπως όλα έδειχναν θα κάλυπτε μέρος των αιτημάτων των απεργών και των εκτός των τειχών αγωνιστών.

Με την όξυνση της καταστολής η συγκυβέρνηση πέρασε διπλό μήνυμα:

Κατ’ αρχήν έδειξε στο βαθύ κράτος και στον ακροδεξιό συρφετό πως απέναντι στους επαναστάτες βρίσκονται στο ίδιο στρατόπεδο. Κατά δεύτερο έκανε σαφές στην αριστερή βάση της (π.χ. νεολαία ΣΥΡΙΖΑ) και τους συμπαθούντες το πόσο λίγο μετράει η γνώμη τους.

Από τις πρώτες μέρες έγινε προσπάθεια συγκάλυψης του αγώνα που ξεκίνησε στις 2/3. Ύστερα, και εφόσον οι κινήσεις εκτός των τειχών και η ολοένα και πιο κρίσιμη κατάσταση της υγείας των απεργών, έσπασε το τείχος της σιωπής, το σύνολο της εξουσίας απέκρυψε, παραμόρφωσε και λοιδόρησε τα χαρακτηριστικά του αγώνα με στόχο την απομόνωση και τελικά την αποτελεσματικότερη καταστολή του.

Στο κείμενο αναγγελίας της απεργίας πείνας αλλά και σε μεταγενέστερα (19/3 και ¼), αναφέραμε τον πόλεμο φθοράς, την υποσχεσιολογία, τις πολλές δηλώσεις και τις αναιρούμενες προθεσμίες, ως τακτικές του κράτους. Καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα και ειδικά προς το τέλος του, η τακτική αυτή επιβεβαιωνόταν όλο και περισσότερο.

Με την ανακοίνωσή μας στις 11/4 ξεκαθαρίσαμε για τελευταία φορά ότι δεν θα πάψουμε την απεργία μέχρι και την τελική ψήφιση διεκδίκησης όλο το αρχικό πλαίσιο των αιτημάτων μια και μέχρι εκείνη την ώρα τα πράγματα ήταν αρκετά ρευστά.

Εκείνες τις μέρες οι σύντροφοι του Δικτύου κληθήκαμε να πάρουμε τη σημαντική απόφαση της συνέχισης ή παύσης του αγώνα. Από τον ίδιο αγώνα αλλά και από τη γενικότερη στάση της αριστερής διαχείρισης επί της πολιτικής επικαιρότητας αναδείχθηκαν ορισμένα χαρακτηριστικά της.

Τα δεδομένα για το ποιόν της συγκυβέρνησης ήταν η υποκρισία, ο ερασιτεχνισμός και η απάτη, τα οποία σε διάφορους βαθμούς περιμέναμε.

Η μειωμένη κινηματική δυναμική από την άλλη, ήταν κάτι που δεν περιμέναμε. Ταυτόχρονα, η υγεία των απεργών βρισκόταν σε κρίσιμο στάδιο και ο νεκρός χρόνος των διακοπών του Πάσχα μπροστά μας.

Τότε, ζυγίσαμε τα δεδομένα και δίνοντας βάση κυρίως στο βαθμό που θα πετυχαίναμε τα αιτήματά μας και τη συνέπεια απέναντι στο ίδιο το μέσο του αγώνα που χρησιμοποιούμε, επιλέξαμε τη συνέχιση, γνωρίζοντας φυσικά πως η απόφασή μας αυτή επέτεινε τη μεγάλη ασυμφωνία του αγώνα εντός και εκτός των τειχών.

Η περίοδος των διακοπών ήταν η πιο επικίνδυνη και ψυχοφθόρα για τους απεργούς κι έφτασε στα όρια και τις δυνατότητες των συντρόφων έξω.

Η κυβέρνηση εξ αρχής κωλυσιεργούσε στην κατάθεση του ν/σ υποσχόμενη παράλληλα την ικανοποίηση των απεργών, με προφανή στόχο την παύση του αγώνα.

Είχε μάλιστα το θράσος να τη ζητήσει δημόσια δύο φορές δίνοντας ως αντάλλαγμα υποσχέσεις. Σαν αρχική μορφή του ν/σ περιλαμβανόταν η κατάργηση του νομικού πλαισίου των φυλακών τύπου Γ’ και εξασφαλιζόταν η αποφυλάκιση του Σάββα Ξηρού.

Αργότερα, και παρά τις αντιρρήσεις του Υπουργού Παρασκευόπουλου, προστέθηκαν στο ν/σ δύο τροπολογίες που αφορούσαν τον κουκουλονόμο και το DΝΑ. Οι τροπολογίες κατατέθηκαν τελικά στις 47 μέρες, στην τελική ψήφιση του ν/σ στην Ολομέλεια της Βουλής.

Εδώ, να διευκρινίσουμε ότι, οι ημερομηνίες κατάθεσης και ψήφισης του ν/σ μεταφέρονταν από βδομάδα σε βδομάδα μέχρι και την τελευταία στιγμή.

Οι μέχρι πριν λίγους μήνες αριστερά υπέρμαχοι των «δικαιωμάτων του ανθρώπου», ανέλαβαν το ρόλο των βασανιστών των απεργών πείνας, όπως οι προκάτοχοί τους.

Ωστόσο, η τακτική της σκληρής στάσης ενάντια στους απεργούς, ευθυγραμμισμένη με τα κελεύσματα της ντόπιας πολιτικής και οικονομικής ελίτ και ενδυναμωμένη από την αδιαφορία της αριστερής βάσης, διεξήχθη με τέτοιο ερασιτεχνισμό που σε συνδυασμό με τους σχεδιασμούς του βαθέως κράτους λίγο έλειψε να οδηγήσει σε θάνατο απεργού. Μιλάμε για την περίπτωση του αναρχικού Νικολόπουλου.

Το γεγονός αυτό δεν στάθηκε εμπόδιο για να συνεχίσει την ίδια τακτική η κυβέρνηση, μεταθέτοντας την ψήφιση του ν/σ για μετά το Πάσχα, ρισκάροντας τη ζωή όσων απεργών συνέχιζαν εν μέσω νεκρής για τις νομοθετικές διεργασίες (και κινηματικά) περιόδου. Είναι προφανές ότι ευελπιστούσε την λήψη της απεργίας πείνας και την παύση των δράσεων αλληλεγγύης ώστε ο δρόμος να είναι ανοιχτός για την ικανοποίηση όσο το δυνατόν λιγότερων αιτημάτων.

Έτσι φτάσαμε στις 17/4 όπου ψηφίστηκαν υπό την πίεση του αγώνα οι νόμοι που κάλυπταν εν μέρει το πλαίσιο των αιτημάτων. Την επομένη μέρα ύστερα από κοινή απόφαση των συμμετεχόντων αποφασίσαμε τη λήξη της απεργίας.

Μετά την ψήφιση στην Ολομέλεια, θεωρήσαμε ότι, αφενός είχαν ικανοποιηθεί και κατοχυρωθεί νομικά τα αιτήματα σε κάποιο βαθμό και αφετέρου ότι ο αγώνας έχει φτάσει πλέον στα όρια της δυναμικής του.

Ωστόσο, ας γίνει γνωστό ότι παρά το γεγονός πως η κατάσταση ήταν στα άκρα από κάθε άποψη (υγεία απεργών, κινηματικές διεργασίες, προοπτικές, κρατική ισχύς), το ενδεχόμενο της συνέχισης προς ικανοποίηση και άλλων αιτημάτων παρέμεινε μέχρι και την τελευταία στιγμή ανοιχτό.

***

Σ Υ Μ Π Ε Ρ Α Σ Μ Α Τ Α

Ιδιαιτερότητες του αγώνα

Η απεργία πείνας που μόλις τελείωσε μας τοποθετεί σε θέση εκκίνησης για τη διαδικασία του απολογισμού.

Έχουμε εκ των προτέρων τη γνώμη πως όποιος απολογισμός αποτολμηθεί το συγκεκριμένο χρονικό διάστημα θα είναι εκ των πραγμάτων λειψός.

Μία πιο ολοκληρωμένη και ψυχραιμότερη αποτίμηση είναι δουλειά χρόνων, καθώς τα «απόνερα» της απεργίας και τα ζητήματα που άνοιξε θα μας ταλανίζουν για χρόνια, προσωπικά και συλλογικά.

Όμως, η ανάλυση με την εμπειρία που μας πρόσφερε η κατάθεση του σκεπτικού, η συνδιαμόρφωση με άλλους πολιτικούς κρατουμένους (στον ελάχιστο βαθμό που υπήρξε) και κυρίως η συμμετοχή μας στην απεργία είναι το βήμα που πρέπει να γίνει για να μας οδηγήσει σε ακόμα πιο ολοκληρωμένα συμπεράσματα μελλοντικά.

Αυτό που κάνει το συγκεκριμένο αγώνα ξεχωριστό – εκτός των ιδιαιτέρων χαρακτηριστικών κατά τη διεξαγωγή του – είναι ο μεγάλος πλούτος συμπερασμάτων που εξάγουμε, και μάλιστα πολυεπίπεδα.

Μάθαμε πολλά για το φαντασιακό υποκείμενο των πολιτικών κρατουμένων – των εαυτών μας συμπεριλαμβανομένων – για τη συγκρότηση του χώρου μας σε μία ιδιαίτερη συγκυρία, για το νέο προσωπείο της κρατοκαπιταλιστικής διαχείρισης με το οποίο συγκρουστήκαμε, τη δύναμη, τα όρια και τις αντιφάσεις όλων των εμπλεκομένων μερών.

Το ότι τα συμπεράσματα που εξάγουμε είναι τόσο πολύπλευρα, οφείλεται στην ίδια τη φύση της συγκεκριμένης απεργίας πείνας. Ήταν η πρώτη μεταπολιτευτικά που έθεσε σαν σκεπτικό τη σύγκρουση με τον πυρήνα της καταστολής, όπως συμπυκνώνεται στο ειδικό καθεστώς εξαίρεσης, με το οποίο αντιμετωπίζεται κάθε ατομικό ή συλλογικό υποκείμενο που διαταράσσει τη συστημική ισορροπία.

Παλέψαμε εναντίον μιας έκφρασης του καθεστώτος εξαίρεσης και ο αγώνας μας του προκάλεσε κάποιες ρωγμές. Αυτό ήταν που έκανε την απεργία τόσο επίφοβη για την κυριαρχία και προσπάθησε να την αποκρύψει και να τη διαστρεβλώσει με κάθε τρόπο.

Το ότι τα αιτήματα δεν προσωποποιούνταν (εκτός του αιτήματος για τον Σάββα Ξηρό που θα αναλύσουμε και παρακάτω) και δεν επιζητούνταν «δικαιωματικές» αστικοδημοκρατικές παροχές έκανε την απεργία μη διαχειρίσιμη πολιτικά, επικοινωνιακά, ακόμα και ηθικά.

Ακριβώς το ότι δεν αφομοιώθηκε στέρησε από τον αγώνα μας ένα μεγάλο βαθμό κοινωνικής γείωσης. Από την άλλη, όμως, προώθησε την εξαγωγή ξεκάθαρων συμπερασμάτων.

Ήταν η πρώτη – και μοναδική μέχρι στιγμής – οξυμένη διαδικασία σύγκρουσης του α/α χώρου με τη νεοεκλεγείσα συγκυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ.

Η σύλληψη του σκεπτικού μας έτσι όπως αποκρυσταλλώθηκε και επικοινωνήθηκε τελικά με τους πολιτικούς κρατουμένους στις φυλακές τύπου Γ’, προϋπέθεσε την εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ είτε με αυτοδυναμία είτε με μεγάλη πλειοψηφία.

Η εξέλιξη και οι τελικές κατακτήσεις της απεργίας έδειξαν ότι το σκεπτικό μας στη βάση του ήταν σωστό, αν και με κάποιες παραλείψεις που έπαιξαν το ρόλο τους:

– Η υποεκτίμηση των αντιδράσεων που θα ξεσήκωνε από το συντηρητικό στρατόπεδο το θέμα του Σάββα Ξηρού, ήταν μία παράμετρος που θα έπρεπε να την είχαμε προβλέψει και αναλύσει παραπάνω. Ήταν το αίτημα που συσπείρωσε το συντηρητικό στρατόπεδο και η σύγκρουση γύρω από αυτό επισκίασε τα υπόλοιπα αιτήματά μας.

Μιλώντας αυτοκριτικά, αποδεχτήκαμε το αίτημα όταν μας προτάθηκε γιατί το θεωρήσαμε ηθικά και πολιτικά σωστό.

Εκ των υστέρων, καταλάβαμε πως έπρεπε να είχαμε προβλέψει την κεντρικότητα που θα αποκτούσε. Η προσωπική εμπλοκή αρχιλαμόγιων, είτε φανερά (Μπακογιάννη, Μομφεράτος κ.α.), είτε υπόγεια (Βαρδινογιάννης κλπ.) και η πίεση των ΗΠΑ ήταν παράγοντες που δεν τους συνυπολογίσαμε στο βαθμό που τους αναλογούσε.

Λόγω της κεντρικής θέσης που έλαβε το αίτημα αυτό στη δημόσια συζήτηση, χάσαμε την ευκαιρία να κεντρικοποιηθούν άλλα αιτήματα, όπως ο κουκουλονόμος, το DΝΑ ή ακόμα και ο 187Α και να μεταθέσουμε εκεί το βάρος.

Μετά και την άρνηση του Ξηρού να αποδεχτεί το «βραχιολάκι» για θρησκευτικούς λόγους, η θετική σημασία της κατάκτησης παραμένει για ανθρωπιστικούς λόγους, καθώς και για όσους έχουν στο μέλλον την ατυχία να βρεθούν στη θέση του Ξηρού.

Κάτι που πρέπει να επισημάνουμε εδώ είναι πως και η καταστολή συνδέει το νήμα στιγμών του κοινωνικού πολέμου. Το «βραχιολάκι» ήρθε να δώσει τη λύση και στο ζήτημα Ξηρού, αφού προηγουμένως είχε προταθεί ως διέξοδος στην απεργία πείνας του Ν. Ρωμανού. Είναι σημαντικό να αντιλαμβανόμαστε πως κάθε μάχη που δίνουμε αφήνει θετικές ή αρνητικές επιπτώσεις σε βάθος χρόνου.

– Υποεκτιμήσαμε επίσης την απειρία του ΣΥΡΙΖΑ στη διαχείριση τέτοιων καταστάσεων από κυβερνητική θέση.

Είναι διαφορετικό πράγμα οι αντιπολιτευτικές κορώνες από την κυβερνητική ευθύνη που πρέπει να δώσει λύσεις, ειδικά όταν από τη μία πιέζει μία απεργία πείνας με ό,τι συνεπάγεται αυτό και από την άλλη το φιλελεύθερο – ακροδεξιό λόμπι ζητάει αίμα στην αρένα. Η απειρία και η ατολμία μπορούν να γίνουν δολοφονικές υπό συνθήκες πίεσης και οι 48 μέρες απεργίας συνηγορούν σε αυτό.

ΣΤΟΧΟΘΕΣΙΑ ΤΗΣ ΑΠΕΡΓΙΑΣ

Η τριπλή στοχοθεσία της απεργίας (τακτική, στρατηγική, πολιτική), επιβάλλει να γίνουν επιμέρους αναφορές σε κάθε παράμετρο:

* Τακτικά, η απεργία πείνας κατέληξε στη μερική ικανοποίηση των αιτημάτων που είχαμε θέσει. Αναλυτικά:

α) Καταργήθηκε πλήρως το νομικό πλαίσιο που όριζε τη λειτουργία των φυλακών τύπου Γ’.

β) Καταργήθηκε η επιβαρυντική διάταξη του κουκουλονόμου για συλληφθέντες σε συγκρούσεις και πορείες.

Όσον αφορά τις απαλλοτριώσεις η διάταξη παρέμεινε, όχι όμως σαν αυτοτελής κατηγορία αλλά σαν επιμέρους χαρακτηριστικό της ληστείας. Δηλαδή, και σε περιπτώσεις ληστειών οι ποινές θα ξεκινούν από χαμηλότερη βάση.

γ) Έγινε εφικτή η πρόσβαση μη αστυνομικού πραγματογνώμονα σε όλα τα στάδια της επεξεργασίας του γενετικού υλικού, από τη λήψη ως την τελική έκθεση.

Ο πραγματογνώμονας θα συντάσσει δική του έκθεση και θα καταθέτει στο Δικαστήριο.

Η εισαγγελική διάταξη που επέβαλε τη βίαια λήψη του DΝΑ μετατράπηκε σε κάτι ασαφές που διατηρεί την υποχρεωτική λήψη γενετικού υλικού «με σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια». Πρακτικά, δηλαδή, δε φαίνεται ότι θα αλλάξει κάτι σε αυτό το ζήτημα.

δ) Ο Σάββας Ξηρός θα μπορεί να παραμείνει σε κατ’ οίκον περιορισμό για το υπόλοιπο της ποινής του, κάτι που ο ίδιος από επιλογή δε δέχεται λόγω της ηλεκτρονικής επιτήρησης.

Σε ό,τι αφορά τα υπόλοιπα αιτήματα (κατάργηση άρθρων 187 και 187Α, και τη μη ανάλυση μιγμάτων DΝΑ πάνω των δυο ατόμων δεν υπήρξε καμία αλλαγή.

Συμπερασματικά, εκτός από την κατάργηση του νομικού πλαισίου για τις φυλακές τύπου Γ’ – που ήταν και προεκλογική εξαγγελία του ΣΥΡΙΖΑ – και την παρουσία πραγματογνώμονα για το DΝΑ, κάποια αιτήματα επιτεύχθηκαν εν μέρει και άλλα καθόλου.

Μιλάμε, δηλαδή, για μερική επιτυχία στο κομμάτι των τακτικών στόχων.

Η συγκυβέρνηση προσπάθησε μέχρι τέλους να αποφύγει την πλήρη ικανοποίηση ακόμα και αυτών των ελαχίστων. Σε δύο περιπτώσεις ήταν η πίεση της απεργίας που άλλαξε την τροπή των πραγμάτων.

Σε κάποιο σημείο πριν την κατάθεση του ν/σ στην επιτροπή είχε προστεθεί διάταξη που άφηνε στην κρίση δικαστικού συμβουλίου την απόφαση για κατ’ οίκον περιορισμό ισοβιτών με 80% και άνω αναπηρία. Αυτόματα θα εξαφανιζόταν οποιαδήποτε προοπτική αποφυλάκισης του Ξηρού. Ήταν η προσφορά του ΣΥΡΙΖΑ προς το δεξιό ακροατήριο (των ΑΝ.ΕΛ. συμπεριλαμβανομένων) για να καταλαγιάσει ο ντόρος που υπήρχε σχετικά με την αποφυλάκιση του Σάββα Ξηρού.

Επίσης, στην τελική ψήφιση στην Ολομέλεια της Βουλής αρχικά ο Παρασκευόπουλος δεν έκανε δεκτή την τροπολογία του DΝΑ.

Και στις δυο αυτές περιπτώσεις δηλώσαμε σε εκπρόσωπο του Υπουργείου, πως η απεργία θα συνεχιστεί αν δε γίνει αφενός απόσυρση της διάταξης για το δικαστικό συμβούλιο στο νομοσχέδιο και αφετέρου κατ’ αρχήν αποδοχή της τροπολογίας του DΝΑ, κάτι που φυσικά εννοούσαμε.

Αν δεν είχε ξεκινήσει η απεργία ακόμα και η προεκλογική εξαγγελία για τις φυλακές τύπου Γ’, μπορεί να μην είχε υλοποιηθεί. Αν δεν συνεχίζαμε την πίεση της απεργίας μέχρι την τελική ψήφιση, ο ΣΥΡΙΖΑ πολύ εύκολα, όπως έδειξε η κατάληξη, θα μπορούσε να υποχωρήσει στο τελικό στάδιο και να μην κατακτηθούν ούτε τα ελάχιστα.

Άρα, υπήρχε κάθε λόγος συνέχισης καθώς η εμπιστοσύνη στην κυβέρνηση πως τα πράγματα έχουν δρομολογηθεί θα ήταν καταστροφική.

Και βασικό που δεν πρέπει να ξεχνάμε είναι πως αναφερόμαστε σε μία ελάφρυνση του νομικού πλαισίου, άτι που εύκολα εκτρέπεται σε ρεφορμισμό, αν δεν υπάρξει η αναγκαία οργάνωση και συγκρότηση, ώστε όποιο νομικό «έδαφος» κερδήθηκε να χρησιμοποιηθεί για επιπλέον ανάπτυξη δυνάμεων και αγώνων.

Οι στρατηγικοί μας στόχοι αφορούσαν στη συσπείρωση των πολιτικών κρατουμένων αλλά και των ευρύτερων δυνάμεων του χώρου, έτσι ώστε να τεθεί μία βάση αποτελεσματικότερης σύνδεσης των «μέσα» με τους «έξω».

Η απεργία θα ήταν το μέσο σύνδεσης ανθρώπων και αντιλήψεων για την αναβάθμιση του χώρου σε ένα υποτυπώδες κίνημα που μαζί με τους αιχμαλώτους του θα μπορεί να αναλύει τις συγκυρίες και να επιτυγχάνει κάποιους – βραχυπρόθεσμους έστω – στόχους.

Αν και μερικώς κατακτήθηκαν οι πολιτικοί στόχοι, στρατηγικά μιλάμε για πλήρη αποτυχία, αφού αυτή η σύνδεση μόνο σαν ανέκδοτο ακούγεται μετά τη λήξη της απεργίας.

Για να αναλύσουμε τους λόγους της μη συσπείρωσής μας σαν χώρος προκειμένου να δώσουμε αυτή τη μάχη με ευνοϊκότερες προϋποθέσεις πρέπει να εκτιμήσουμε τη γενικότερη κοινωνική κατάσταση.

Ο αιφνιδιασμός από την «ελπίδα» που ήρθε δεν έχει ακόμα καταλαγιάσει, η λογική της ανάθεσης κυριαρχεί κοινωνικά και λανθάνει και σε ένα κομμάτι που τοποθετείται ανάμεσα στον α/α χώρο και σε εναλλακτικές αυτοθεσμίσεις.

Αν αντιληφθούμε πως η εκλογική νίκη του ΣΥΡΙΖΑ ήταν η ήττα των πρωτόλειων κινημάτων ανυπακοής και αμφισβήτησης είναι εύκολο να εντοπίσουμε ένα μεγάλο ζήτημα που θα κληθούμε να αντιμετωπίσουμε μελλοντικά. Την παράθεση βιώσιμων προτάσεων που θα ξεπερνούν τη λογική της ανάθεσης.

Ερχόμενοι στο παρόν της απεργίας πείνας, λοιπόν, αντιληφθήκαμε πως εκτός από το πιο πυρηνικό κομμάτι που συγκροτεί το «χώρο», τα υπόλοιπα «προοδευτικά» κοινωνικά κομμάτια αντιμετώπιζαν την απεργία ως επίθεση στην αξιοπιστία της κυβέρνησης.

Η λογική «αφού ο ΣΥΡΙΖΑ είναι θετικός, γιατί κάνουν απεργία;», φυσικά δε μπορούσε να ξεπεράσει τη βασική κινηματική (όπως και να την εννοεί κανείς) αρχή της μη παροχής εμπιστοσύνης σε θεσμικούς φορείς.

Η επικοινωνιακή απόκρυψη της απεργίας επέτεινε αυτή την κατάσταση.

Από τη στιγμή που η θεαματική κοινωνία ορίζει τα γεγονότα με βάση τη θεαματική τους απεικόνιση ό,τι δεν προβάλλεται απλούστατα δεν υπάρχει.

Αυτό στέρησε την κοινωνική γείωση του γεγονότος, αποτρέποντας την ενασχόληση περισσοτέρων ανθρώπων.

Τα δύο παραπάνω ζητήματα άπτονται (και) της άτσαλης εκκίνησης της απεργίας πείνας, χωρίς ουσιαστική ενημέρωση των συντρόφων εντός των τειχών.

Η καλύτερη επικοινωνία με συντρόφους που βιώνουν το κοινωνικό κλίμα θα βοηθούσε ενδεχομένως και εμάς να αφουγκραστούμε μία πραγματικότητα που λόγω φυλάκισης δε μπορούμε να την αντιληφθούμε πλήρως.

Οπότε θα καταλαβαίναμε καλύτερα και εκ των προτέρων τα όρια απεύθυνσής μας ζυγίζοντας καλύτερα τα πράγματα.

Η βιαστική εκκίνηση αποτελεί μόνο μερικώς μία δικαιολογία για τη μη συσπείρωση του χώρου. Μετά τη δεύτερη εβδομάδα θεωρούμε πως δεν θα υπήρχε αναρχικός που δε θα ήταν ενήμερος για την απεργία, έχοντας καταρτίσει ένα βραχυπρόθεσμο τουλάχιστον πλάνο δράσης.

Άλλωστε, δυστυχώς έχει καθιερωθεί η έναρξη απεργίας κάποιου συντρόφου να ανακοινώνεται αιφνιδιαστικά.

Παρόλα αυτά, θεωρούμε πως η έναρξη καθορίζει σε μεγάλο βαθμό την εξέλιξη κάποιου εγχειρήματος.

Γι’ αυτό σαν ΔΑΚ επιμέναμε τόσο στην εσωτερική ενημέρωση, γι’ αυτό στείλαμε εσωτερικό κείμενο σε συλλογικότητες, ζητώντας να διαμοιραστεί, επιζητώντας να μοιραστούμε έστω και εκ των υστέρων το σκεπτικό της απεργίας με αλληλέγγυους συντρόφους.

Επειδή, όμως, οι προθέσεις δεν επαρκούν η εκβιαστική στάση των πολιτικών κρατουμένων στις φυλακές τύπου Γ’, για άμεση έναρξη της απεργίας στέρησε από τον αγώνα μας ένα ποιοτικό άλμα.

Η εκβιαστική εκκίνηση της απεργίας λόγω πολιτικής μυωπίας και βιασύνης, μας οδήγησε να καταλάβουμε πως η χαοτικότητα του «φαινομένου της πεταλούδας» δεν ισχύει μόνο στη φυσική αλλά και στην κοινωνική μηχανική.

Η απεργία πείνας που ξεκίνησε ένας μη αναρχικός κρατούμενος οδήγησε στη μεγαλύτερη μεταπολιτευτικά απεργία πείνας. Ακόμα και η κατάργηση των τύπου Γ’ να επιτυγχανόταν με την απεργία πείνας του Γ. Σοφιανίδη, θα μας πρόσφερε ένα καλύτερο εφαλτήριο για τη διεκδίκηση των υπολοίπων αιτημάτων σε λίγες βδομάδες και με καλύτερους κινηματικούς όρους, χωρίς να συντρέχει κανένας λόγος βεβιασμένης έναρξης.

Όμως, οι δύο βασικές ελλείψεις που εντοπίζουμε έχουν να κάνουν με διαφορές αντίληψης που προδίδουν πολιτική ανωριμότητα.

Η αντίληψη ενός μέρους του χώρου πως είναι περιττό να ασχολούμαστε με ζητήματα που δεν άπτονται γενικότερου κοινωνικού ενδιαφέροντος, μας ετεροκαθορίζει περιορίζοντας πολύ το πεδίο δράσης μας.

Η θέση μας ως αναρχικών μας θέτει στην πρώτη γραμμή της μάχης και σίγουρα υπάρχουν ζητήματα που για μας έχουν ένα ειδικό βάρος, όπως αυτό της καταστολής.

Από τη στιγμή που προτάσσουμε τη σύγκρουση με την εξουσία χρειάζεται να υπερασπιζόμαστε τις απώλειες αυτού του αγώνα.

Ο ένοπλος αγώνας αποτελεί κομμάτι της πάλης μας και η υποβόσκουσα (ή ξεκάθαρη άλλες φορές) αντίληψη πως επειδή η απεργία πείνας διεξάγεται από μέλη ή κατηγορουμένους για συμμετοχή σε ένοπλες οργανώσεις, δε μπορεί να διαχυθεί κοινωνικά απλά μας περιχαρακώνει.

Είναι ένα ζήτημα που χρήζει τεράστιας ανάλυσης και η αναφορά μας σε αυτό σταματάει εδώ για να μην πλατειάσουμε.

Η ιδεολογικοποίηση της έκφρασης αλληλεγγύης με βάση τις προσωπικές σχέσεις, συμπάθειες ή αντιπάθειες είναι ένα άλλο ζήτημα.

Το γεγονός πως ενώ σαν αιτήματα της απεργίας θέσαμε τις «σημαίες» του χώρου μας εδώ και πολλά χρόνια, αιτήματα που συσπειρώνουν τους αναρχικούς απέναντι στην καταστολή, η εισχώρηση ή η αποχώρηση αλληλέγγυων ανάλογα με τις προσωπικές τους προτιμήσεις μόνο θλιβερή εντύπωση προκαλεί.

Δε μπορούμε παρά να χαρακτηρίσουμε ανώριμη πολιτικά τη στάση ανθρώπων που αντιλαμβάνονταν την απεργία πείνας σαν μία σύγκρουση συγκεκριμένων πολιτικών κρατουμένων με το κράτος.

Κάθε απεργία, και πολύ περισσότερο αυτή, ξεπερνάει τους απεργούς, τα αιτήματά τους, ακόμα και το κίνημα αλληλεγγύης και θέτει γενικότερα ζητήματα σύγκρουσης που απαιτούν από τον κάθε κοινωνικά δραστήριο να λαμβάνει θέση. Και η αδράνεια ανάλογα με την προτίμηση είναι επίσης μία θέση.

Εδώ αξίζει να αναφερθεί η ιδιαιτερότητα της συγκυριακής συμμετοχής της ΣΠΦ στην απεργία πείνας με το δικό της πλαίσιο.

Κατά την οργάνωση της απεργίας είχαμε επιλέξει σαν ΔΑΚ να μην της απευθύνουμε λόγω της γενικότερης προβληματικής συμπεριφοράς, τόσο προς εμάς όσο και προς το χώρο.

Η συμπεριφορά της που έφτανε μέχρι και την εχθρότητα την έθεσε αυτόματα εκτός του αξιακού μας πλαισίου. Από τη στιγμή, όμως, που κήρυξαν την έναρξη της απεργίας τους η στήριξή μας ήταν μονόδρομος.

Έχουμε την ωριμότητα να αντιληφθούμε πως η προφυλάκιση συγγενών ξεπερνάει τις προσωπικές μας σχέσεις και αφορά κάθε αγωνιζόμενο.

Επιμέρους κριτικές ως προς το χρόνο έναρξης (ενώ είχε ξεκινήσει η άλλη απεργία και τεθεί διαφορετικό αν και συνδεόμενο πλαίσιο) ή η προσωποποίηση των αιτημάτων τους, ενώ υπήρχε ο γενικότερος αγώνας ενάντια στον 187 που ποινικοποιεί τις σχέσεις μπορούν να γίνουν αλλά δεν είναι το βασικό.

Θεωρούμε, όμως, πως η εγκατάλειψη στην καταστολή όποιου το καθεστώς θεωρεί εχθρό είναι κομβικό λάθος ανάλυσης, γιατί απλούστατα το κράτος κερδίζει έδαφος που χάνουμε εμείς.

Ένας τελευταίος παράγοντας που εντοπίζουμε για την ανεπαρκή συσπείρωση (για τις απαιτήσεις ενός τέτοιου αγώνα), ενός ευρύτερου κινήματος αλληλεγγύης είναι η μη συσπείρωση των πολιτικών κρατουμένων.

Η εικόνα ασυνεννοησίας, αν όχι διάλυσης που έβγαινε από την έναρξη τριών διαφορετικών απεργιών με τρία πολιτικά πλαίσια και τις σταδιακές αποχωρήσεις απεργών, σίγουρα δε μπορεί να συσπειρώσει τους συντρόφους, ενώ δημιουργεί προϋποθέσεις για να εμφιλοχωρήσουν η ισοπέδωση και η απογοήτευση.

Και, φυσικά, η βασικότερη συνέπεια αυτού είναι η παραχώρηση «εδάφους» στον εχθρό. Η συγκυβέρνηση, βλέποντας πως οι παλινωδίες της έπιασαν τόπο, επιδόθηκε ακόμα πιο εντατικά σε πόλεμο φθοράς μετά τις 30 μέρες, υπολογίζοντας και στην εξάντλησή μας στο νεκρό χρόνο του Πάσχα.

Αν είχε ακολουθηθεί από το σύνολο των συμμετεχόντων η πρότασή μας για σταδιακή εισχώρηση των απεργών στην απεργία, ανάλογα με τη σωματική κατάσταση του καθένα, η κορύφωση για όλους θα ερχόταν λίγο πολύ στο ίδιο διάστημα (έχοντας υπόψη και τις απρόοπτες επιπλοκές που πάντα υπάρχουν σε τέτοιες καταστάσεις) και η κυβέρνηση θα βρισκόταν σε δεινή θέση, λόγω της τεράστιας πίεσης από την κρίσιμη κατάσταση τόσων απεργών πολιτικών κρατουμένων.

Από τη στιγμή που δεν προκρίθηκε αυτό ρεαλιστικά δεν υπήρχε καμία αξίωση από κανέναν απεργό να ακολουθήσει κοινό σχεδιασμό.

Από τη στιγμή που είχαν τεθεί τρία σαφή πλαίσια, ο καθένας είχε την ευχέρεια να λήξει την απεργία, οπότε αισθανόταν ηθικά και πολιτικά καλυμμένος από τις εξελίξεις.

Και στη συλλογικοποίησή μας υπήρχαν σύντροφοι που δεν συμμετείχαν στην απεργία λόγω παλιότερης επιβάρυνσης ή από επιλογή. Επίσης, ο Τάσος Θεοφίλου, διέκοψε την απεργία στις 38 μέρες, μετά την κατάθεση του νομοσχεδίου στην επιτροπή.

Έχουμε εξηγήσει πως η δομή και η διάρθρωση του ΔΑΚ βασίζεται στην πρωτοβουλία και στις ελάχιστες κοινές συμφωνίες και πως η συλλογικοποίηση αυτή δεν αποτελεί ομάδα.

Η απεργία πείνας αποτελεί ένα σκληρό αυτοκαταστροφικό μέσο και θεωρούμε πως χρειάζεται ελαστικότητα απέναντι στα όρια και τα αδιέξοδα κάθε ανθρώπου που αποφασίζει να την πραγματοποιήσει.

Όσα πολιτικά επιχειρήματα και να παραθέσουμε παραμένουμε άνθρωποι με όρια, αντιφάσεις και αδυναμίες.

Με αυτό το σκεπτικό δεν υπήρξε εκ μέρους μας καμία κριτική σε όσους σταμάτησαν την απεργία πριν την τελική ψήφιση, είτε συμμετέχουν στο ΔΑΚ είτε όχι.

Η μόνη εξαίρεση αφορούσε το κείμενο λήξης του Ν. Μαζιώτη, ο οποίος ανέφερε δημόσια πως «ο αγώνας έληξε, ολοκληρώνοντας τον κύκλο του».

Σαφώς και δεν ίσχυε αυτό όταν εννιά αναρχικοί συνεχίζουν την απεργία πείνας.

Ακόμη και αν είναι αυτή η άποψη κάποιου, μπορεί να κρατηθεί για τη διαδικασία του απολογισμού που ούτως ή άλλως δεν θα αργούσε.

Επιπλέον, η αναφορά περί «μη ρεαλιστικότητας» των αιτημάτων για κατάργηση των άρθρων 187 και 187Α, οχύρωνε το ΣΥΡΙΖΑ πίσω από τις δικές του κόκκινες γραμμές, εκθέτοντας τους υπόλοιπους απεργούς.

Η ρεαλιστικότητα των αιτημάτων είναι θέμα οργάνωσης και αποφασιστικότητας. Ακόμη και αν αυτά είναι ελλιπή η έκφραση απόψεων είναι δόκιμο να γίνεται σε νεκρό χρόνο και όχι την ώρα της σύγκρουσης.

Ανεξάρτητα από προθέσεις, λοιπόν, η ανακοίνωση λήξης του Ν. Μαζιώτη ήταν υπονομευτική και αυτό αφορούσε η αναφορά μας.

Η αναφορά ενός απεργού σε ολοκλήρωση του αγώνα ενώ πολλοί απεργοί συνεχίζουν, επηρεάζει άμεσα τους αλληλέγγυους συντρόφους δημιουργώντας σύγχυση.

Από τη στιγμή που δεν υπήρχε προγραμματισμός, διάθεση, διάδοχο σχέδιο για άλλες δράσεις θα ήταν μεγάλο λάθος να εγκαταλειφθεί η Πρυτανεία, καθώς αποτελούσε τη μόνη σταθερή εστία αντιπληροφόρησης στην Αθήνα.

Εκτός της πολιτικής σημασίας της συνέχισης της κατάληψης (που σίγουρα υπάρχουν πολλές αναλύσεις), η επικοινωνιακή της σημασία ήταν τεράστια.

Αποτέλεσε το κεντρικό πεδίο αντιπαράθεσης στο τελευταίο στάδιο της απεργίας και τελικά η συγκυβέρνηση αναγκάστηκε να εισβάλλει προκειμένου να ψηφιστεί το νομοσχέδιο χωρίς την πίεση της κατάληψης.

Η όλη κατασταλτική διαχείριση και η τελική εκκένωση της κατειλημμένης Πρυτανείας, δημιούργησε μία βαθιά ρωγμή στο «κινηματικό» προσωπείο του ΣΥΡΙΖΑ.

Τελικά, παρόλη την ολοκληρωτική αποτυχία επίτευξης των στρατηγικών μας στόχων (δηλαδή, τη συσπείρωση των πολιτικών κρατουμένων και των συντρόφων εκτός), η όλη εξέλιξη της απεργίας μας προσφέρει συμπεράσματα που η ψύχραιμη αξιολόγησή τους σε βάθος χρόνου θα λειτουργήσει προωθητικά.

Οι πολιτικοί στόχοι του αγώνα μας επιτεύχθηκαν επίσης μερικά. Η ενός τόσο μικρού χρονικού διαστήματος σύγκρουση ανάμεσα στο πιο ριζοσπαστικό κοινωνικό κομμάτι και την εναλλακτική συστημική πρόταση διαχείρισης διαχώρισε σε μεγάλο βαθμό τα δύο μέρη. Αυτό είναι και το βασικότερο επίτευγμα της απεργίας.

Ήταν σαφές πως ένα μέρος του α/α χώρου είτε από πολιτική αφέλεια, είτε θεωρώντας το ΣΥΡΙΖΑ ως μία στρατηγική συμμαχία για εξαγορά χρόνου, θεωρούσε πως η σύγκρουση μαζί του θα έπρεπε να καθυστερήσει ως και να αναβληθεί.

Η απεργία πείνας έθεσε ξανά στο προσκήνιο τον τρόπο με τον οποίο επιτυγχάνονται οι κατακτήσεις. Όταν συγκρουόμαστε αδιαμεσολάβητα και οι στόχοι μας είναι μη διαχειρίσιμοι από το καθεστώς.

Είδαμε, επίσης, ως που φτάνει η δυνατότητα και η ικανότητα κοινωνικής παρέμβασής μας όταν απουσιάζουν από το παιχνίδι τα “δεκανίκια” της καθεστωτικής αριστεράς. Εδώ και χρόνια ως χώρος είχαμε «βολευτεί» με τον αντιπολιτευτικό ρόλο του ΣΥΡΙΖΑ, που ενώ γείωνε κοινωνικά τα αιτήματά μας σε παρόμοιες περιπτώσεις παράλληλα τα αποπολιτικοποιούσε.

Μέσω της απεργίας πείνας η κατασταλτική επίθεση των τελευταίων 15 χρόνων δεν αντιμετωπίστηκε μόνο νομικά (βλ. τακτικούς στόχους), αλλά και πολιτικά. Μας δόθηκε η ευκαιρία να ψηλαφήσουμε το καθεστώς εξαίρεσης, να αναλύσουμε τους εξελικτικούς μηχανισμούς της κυριαρχίας στο επίπεδο της καταστολής και ως ένα βαθμό να ξεδοντιάσουμε πλευρές του καθεστώτος εξαίρεσης.

Αν όμως παραλείψουμε να αναλύσουμε τα συμπεράσματά μας και εμμείνουμε στον καταγγελτικό λόγο τίποτε δεν μας εγγυάται (το αντίθετο μάλιστα), ότι μία επόμενη κυβέρνηση (ή η ίδια κυβέρνηση σε κάποιο καιρό) δεν θα προσπαθήσει να συνεχίσει την κατασταλτική επέλασή της.

Είναι καίριο να αντιληφθούμε τα κενά, τις ελλείψεις αλλά και τη δύναμή μας όταν προωθούμε έναν αγώνα βασισμένοι αποκλειστικά στις δυνάμεις μας.

Η απεργία ήταν ένα μικρό βήμα για να μετρήσουμε τις δυνάμεις μας και να μπορέσουμε να επεξεργαστούμε σχέδια ανασυγκρότησης σε μία επαναστατική κατεύθυνση.

Ο αγώνας που δόθηκε ήταν καθαρά πολιτικός. Όσο άγγιξε την εμπροσθοφυλακή του – τους έγκλειστους απεργούς – άλλο τόσο άγγιξε τους συντρόφους έξω από τις φυλακές.

Τα όριά του, οι αντιφάσεις που ανέδειξε, οι διάφορες κοινωνικές δυναμικές που εμφανίστηκαν στην πορεία του ήταν απρόοπτες μεταβλητές ή είχαν υπολογιστεί στη φάση της προετοιμασίας.

Το περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκε και πορεύτηκε η απεργία πείνας ήταν πολύ διαφορετικό από αυτό που ίσχυε μέχρι τότε.

Οι αναλύσεις που κάναμε εξ αρχής για την έκβαση του αγώνα έγιναν με τα δεδομένα των συσχετισμών δύναμης που είχαμε (ή νομίζαμε ότι είχαμε) μέχρι εκείνη τη στιγμή.

Σε γενικές γραμμές μπορούσαμε να ψηλαφήσουμε τις διαφορές που θα υπήρχαν με το παρελθόν αλλά αυτό δεν αρκούσε.

Η ανάλυση ενός τέτοιου αγώνα χρειάζεται να εμβαθύνει περισσότερο από τη γενική αλήθεια ότι «ίδια είναι τα αφεντικά, δεξιά και αριστερά».

Μία όσο γίνεται πιο ορθή πρόβλεψη πρέπει να βασίζεται σε δοκιμασμένα μοντέλα, σε κάποια δεδομένα που στην περίπτωσή μας ήταν αδύνατον να τα γνωρίζουμε δίχως την ύπαρξη του αγώνα.

Ο ίδιος ο αγώνας ανέδειξε τους νέους συσχετισμούς δύναμης έξω – και ενδοκινηματικά, τις μεταβλητές δηλαδή που είναι απαραίτητες για την προετοιμασία των μαχών αν έρχονται.

Μόνο μία ανάλυση που πατάει σε πραγματικά δεδομένα μπορεί να ορίσει (προσμετρώντας πάντα τον αστάθμητο παράγοντα), αν ένας αγώνας θα έχει την α’ ή τη β’ κατάληξη, κατά πόσο είναι ρεαλιστικοί οι στόχοι που βάζει σε κάθε επίπεδο, ποιες οι πιθανότητες να έχουμε το προσδοκώμενο αποτέλεσμα.

Μόνο έτσι μπορεί να μετρηθεί το κόστος και αν τελικά αξίζει να δοθεί η όχι μία μάχη και αν ναι, ποιος είναι ο βέλτιστος σχεδιασμός τακτικά και στρατηγικά.

Ούτε είχαμε ούτε έχουμε καμία αυταπάτη. Ο ΣΥΡΙΖΑ είναι ένα κόμμα που διαχειρίζεται αυτή την περίοδο την κρατική εξουσία προς όφελος της καπιταλιστικής κερδοφορίας και ως προς αυτό ταυτίζεται με όλα τα αστικά κόμματα εξουσίας.

Κάθε μηχανισμός εξουσίας, όμως, έχει διαφορετικές αφετηρίες και τακτικές διακυβέρνησης και είναι καθήκον μας ως επαναστάτες να αναλύουμε τον εχθρό και να δίνουμε τις μάχες μας με τους καλύτερους για μας όρους.

Η διαχείριση της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ στα ζητήματα που άνοιξε η απεργία (πολιτικά, επικοινωνιακά, κατασταλτικά), φυσικά και είχε διαφορές από αντίστοιχες παρελθοντικές εμπειρίες.

Το να τσουβαλιάζουμε σε μία λογική «όλοι ίδιοι είναι» θυμικά φυσικά και ισχύει, δεν αντέχει όμως σε σοβαρή πολιτική ανάλυση, ιδιαίτερα στο χρόνο που διεξήχθη η απεργία (για τους λόγους που προαναφέραμε).

Το να ισοπεδώνουμε τις διαφορές που ενυπάρχουν στο ενδοεξουσιαστικό στρατόπεδο καταργεί την κριτική σκέψη και μας στερεί την ευκαιρία να γίνουμε πιο καίριοι σε μία μάχη χαρακωμάτων, όπως μία απεργία πείνας.

Είναι ζήτημα στοιχειώδους πολιτικής σύγκρουσης και ωριμότητας να αναγνωρίσουμε πως όσα κερδίσαμε με την απεργία δεν ήταν τα μέγιστα, δεν ήταν καν όσα υπολογίζαμε, όμως ποιος θεωρεί πως θα κερδίζαμε έστω και αυτά με διαφορετικούς συσχετισμούς;

Θα απέσυρε η Ν.Δ. το νομοσχέδιο για τις φυλακές τύπου Γ’, που ίδρυσε πριν ένα χρόνο, θα έθετε προϋποθέσεις αποφυλάκισης του Σάββα Ξηρού, θα καταργούσε τον κουκουλονόμο που η ίδια είχε ψηφίσει χωρίς να υπάρχει ακόμη μεγαλύτερος κίνδυνος για τη ζωή απεργού;

Και για να μην παρεξηγηθούμε, δεν περιμένουμε ευνοϊκές συγκυρίες για να δώσουμε τις μάχες μας. Οι απεργίες πείνας των Π. Σακκά, Ν. Ρωμανού, Σ. Στρατούλη, η περσινή απεργία πείνας 4.500 κρατουμένων και τόσες άλλες ήταν μάχες που δόθηκαν όλες όταν επιβλήθηκαν.

Επίσης, πολλά θα χρειαστεί να παλευτούν στο μέλλον με δυσμενέστερους ίσως όρους.

Αλλά όταν έχουμε την ευκαιρία να εκμεταλλευτούμε κενά του συστήματος, για να προωθήσουμε ένα στρατηγικό στόχο το κάνουμε.

Απλά και ξεκάθαρα.

Η απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων ήταν μία μεγάλη μάχη μέσα στον απελευθερωτικό πόλεμο που διεξάγουμε. Μεγάλη όχι μόνο εξ αιτίας της διάρκειας, της συμμετοχής ή των διακυβευμάτων της, αλλά – και κυρίως – λόγω των εξαγομένων συμπερασμάτων.

Αυτή η μεγάλη μάχη δόθηκε τώρα γιατί πολλές μικρότερες δε δόθηκαν νωρίτερα.

Η σύντομη απεργία πείνας 4.500 κρατουμένων το καλοκαίρι, η απεργία των κρατουμένων στο Μαλανδρίνο το 2004 έναντι τις άθλιες συνθήκες των πρώτων φυλακών υψίστης ασφαλείας στην Ελλάδα, οι απεργίες πείνας και οι εξεγέρσεις των μεταναστών στα στρατόπεδα συγκέντρωσης και πολλές άλλες στιγμές αγώνα έθεσαν κάποια θεμέλια ενάντια στο καθεστώς εξαίρεσης και η τελευταία απεργία παίρνει τη θέση της στο μωσαϊκό που συνθέτει τους αγώνες ενάντια στο κρατοκαπιταλιστικό μόρφωμα.

Ένα ζήτημα που αφήνει σαν παρακαταθήκη η απεργία πείνας των πολιτικών κρατουμένων, είναι να μετασχηματίσουμε τις όποιες κατακτήσεις της(νομικές, αντιληπτικές, σχέσεων, πολιτικές), προσδίδοντάς τους επαναστατικό πρόσημο.

Πώς θα ανασκευάσουμε τα λάθη, τις παραλείψεις και τα κενά που διαπιστώσαμε προκειμένου να γίνουμε ακόμα πιο ουσιαστικοί και επικίνδυνοι για την κυριαρχία.

Ο ΣΥΡΙΖΑ, τόσο σαν κυβέρνηση όσο και σαν κόμμα εξαντλεί την κεκτημένη ταχύτητά του και μαζί θα εξαντληθούν και οι ψευδαισθήσεις μεγάλου μέρους των ανθρώπων που ανέθεσαν εκεί τις ελπίδες τους.

Η απεργία πείνας και οι αλληλέγγυες δράσεις ανάγκασαν το ΣΥΡΙΖΑ να αποκαλύψει την κατασταλτική του φύση και η διαδικασία αυτή θα συνεχιστεί σε πολλά επιμέρους ζητήματα, αποκαλύπτοντας τις αντιφάσεις του.

Γι’ αυτό ακριβώς χρειάζεται σαν χώρος να προετοιμαστούμε αναλύοντας τις καταστάσεις, αντιλαμβανόμενοι την ευκαιρία και ετοιμαζόμενοι να οξύνουμε αυτές τις αντιφάσεις με ριζοσπαστικό λόγο και ανατρεπτικές πράξεις.

Αν δε γίνει αυτό, η διαχείριση του ΣΥΡΙΖΑ, εν μέρει αφομοιωτική, εν μέρει διασπαστική και εν μέρει κατασταλτική, θα αποτελέσει σοβαρή τροχοπέδη στην ανάπτυξη αναρχικών προτάσεων.

Η ΟΞΥΝΣΗ ΤΟΥ ΠΟΛΕΜΟΥ ΕΙΝΑΙ ΣΤΑ ΧΕΡΙΑ ΜΑΣ

ΑΣ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΤΟΥΜΕ ΓΙΑ ΤΙΣ ΜΑΧΕΣ ΠΟΥ ΕΡΧΟΝΤΑΙ

ΥΓ1. Όσοι λίγοι εναγωνίως περίμεναν τον κριτικό απολογισμό από μεριάς μας για να τροφοδοτήσουν τις ίντριγκες, ας ψάξουν αλλού προς ικανοποίηση των κανιβαλικών τους ενστίκτων.

ΥΓ2. Ο παρών απολογισμός δεν διεκδικεί το αλάθητο ούτε την τελευταία λέξη. Αποτελεί μόνο την οπτική των συμμετεχόντων στο ΔΑΚ και είναι μέρος της συνολικής κινηματικής διεργασίας απολογισμού στον αγώνα που δώσαμε. Προσπαθήσαμε παρ’ όλη τη δυσκολία επικοινωνίας μεταξύ των φυλακών και εν μέσω ανάρρωσης από την απεργία πείνας, να καλύψουμε το τόσο πολύπλευρο θέμα του αγώνα, όσο το δυνατόν νωρίτερα, και να συνδιαμορφώσουμε στη γόνιμη αυτοκριτική που πρέπει να ολοκληρωθεί προτού ο αγώνας αυτός αποτελέσει προϊστορία. Τώρα λοιπόν που είναι ακόμα νωπός, πρέπει να εξάγουμε τα πρώτα συμπεράσματα, καθώς η ιστορία τρέχει με γοργούς ρυθμούς και τα νέα μέτωπα αγώνα είναι ήδη παρόντα. Διευκρινίσεις ή παρατηρήσεις από συντρόφους για ζητήματα που παραλείψαμε ή που εκούσια ή ακούσια δεν αναλύσαμε, μπορούν να γίνουν αμφίδρομα. Περαιτέρω πληροφορίες ή προτάσεις όσον αφορά τη στρατηγική και την τακτική που επιλέχθηκε, είναι ζητήματα που δεν αφορούν τη δημόσια σφαίρα, αλλά τις εσωτερικές μας διεργασίες και έτσι θα επικοινωνηθούν.

ΥΓ3. Μία μεγάλη αγκαλιά κι όλη μας την αγάπη στους τρεις γιατρούς Λίνα Βεργοπούλου, Σπύρο Σακκά και Όλγα Κοσμοπούλου που από την πρώτη μέχρι και την τελευταία στιγμή στάθηκαν δίπλα μας και μας στήριξαν.

ΥΓ4. Ξανά μια μεγάλη αγκαλιά στους πολιτικούς κρατούμενους από την Τουρκία που έκαναν απεργία πείνας δίπλα μας. Αυτοί οι αγωνιστές που αποτελούν παραδείγματα σεμνότητας και αποτελεσματικότητας, έδειξαν την πολιτική τους ωριμότητα, αφήνοντας στην άκρη τις σημαντικές, αλλά ταυτόχρονα επουσιώδεις μπροστά στον κοινό μας εχθρό, ιδεολογικές διαφορές και ρίσκαραν τη ζωή τους στη μάχη που δώσαμε. Δεν μπορούμε να ξεχάσουμε και τον Γιώργο Ιγγλέση, ο οποίος για 35 μέρες συμμετείχε στην απεργία, αποτελώντας τη μοναδική ουσιαστική στήριξη από πλευράς κρατουμένων.

ΥΓ5. Ξεχωριστή μνεία να κάνουμε και στους συντρόφους που έδρασαν στην επαρχία. Ας μην ξεχνάμε ότι το 70% των δράσεων αλληλεγγύης έλαβαν χώρα εκτός Αθήνας.

Δίκτυο Αγωνιστών Κρατουμένων
14/05/2015