[Αθήνα] Για τον Γιάννη Πετρόπουλο και την εξέγερση στις φυλακές Αλικαρνασσού το 1990

Κείμενο που διαβάστηκε στην εκδήλωση του Ταμείου αλληλεγγύης στους φυλακισμένους και διωκόμενους αγωνιστές, στις 7 Φλεβάρη 2014 στην Αθήνα, για τους αγώνες και τις εξεγέρσεις στις ελληνικές φυλακές, εν είδει παρουσίασης του βιβλίου του Πετρόπουλου για την εξέγερση στην Αλικαρνασσό:

Ο Γιάννης Πετρόπουλος γεννήθηκε στις 15 Δεκεμβρίου του 1951 στα Φιλιατρά Μεσσηνίας. Ο πατέρας του ήταν αλκοολικός, ενώ η μητέρα εμφάνισε εκδηλώσεις ψυχασθένειας. Ο ίδιος από μικρή ηλικία είχε εμφανίσει μικροπαραβατική δραστηριότητα. Το 1971, σε ηλικία είκοσι χρονών, χτυπά και σκοτώνει σε ένα έγκλημα τιμής τον Μιχαηλίδη, που εκμεταλλευόμενος την αναπηρία του πατέρα του ασελγεί στη μητέρα του. Δυο χρόνια αργότερα καταδικάζεται αμετάκλητα και χωρίς δικαίωμα άσκησης έφεσής σε ισόβια κάθειρξη, από στρατιωτικό δικαστήριο της χούντας.

Από μικρή ηλικία γνωρίζει τα βασανιστήρια και τις ταπεινώσεις του σωφρονιστικού φασισμού, τόσο στα κελιά της δικτατορίας όσο και σε αυτά της αστικής δημοκρατίας. Όπως ο ίδιος περιγράφει: «Οι εξευτελισμοί, οι ταπεινώσεις, η βαρβαρότητα, η κτηνωδία, ο κανιβαλισμός που υπέστησα από δεκαοχτώ ετών, πρώτα στα αναμορφωτήρια, μετά στις φυλακές και αργότερα στο κάτεργο του θανάτου, στις φυλακές της Κέρκυρας, όπου μέσα εκεί τσαλαπατιέται κάθε έννοια ανθρωπισμού, δολοφονείται κάθε έννοια ανθρώπινης αξιοπρέπειας, μέσα στις σκληρές απομονώσεις και μέσα στα φοβερά πειθαρχία της, όπου μέσα εκεί διατηρούνται εν ενεργεία συνεχείς καθηλώσεις και αλυσοδεσίματα». Χρόνια αργότερα και όντας ελεύθερος, ο Γιάννης Πετρόπουλος συμπυκνώνει την εμπειρία του στις φυλακές με μία φράση: «Βίωσα τη φρικαλέα πτυχή της ανθρώπινης διαστροφής».

Ωστόσο δε το βάζει κάτω. Αντιστέκεται στην συνθήκη του εγκλεισμού με υλικό και πνευματικό τρόπο. Το διάβασμα, το γράψιμο και η αυτομόρφωση του δίνουν την υλική δύναμη να αντισταθεί στη βαρβαρότητα που τον περιβάλλει: «Το διάβασμα και η γνώση με έβγαλαν από το αδιέξοδο. Η πίστη στον αγώνα και η αδιαπραγμάτευτη θέση πως όλα κατακτιούνται, τίποτα δε σου χαρίζεται, κάνει τον πόνο, όσο κι αν σκάψει το πρόσωπο και την ψυχή σου, να έχεις στο τέλος μόνο ευεργετικά αποτελέσματα, αρκεί να το διαχειριστείς σωστά […] Η φυλακή σκοτώνει τον άνθρωπο, συνθλίβει την προσωπικότητά του, ισοπεδώνει κάθε τι που έχει μέσα του, και χρειάζεται να αντέξεις τον Γολγοθά σου για να φτάσεις στο σημείο μηδέν και να ξανανέβεις στην επιφάνεια. Εκεί κρίνεται η δύναμη και η φύση του καθενός».

Μετά από δέκα χρόνια εγκλεισμού, ο Γιάννης Πετρόπουλος καταφέρνει να αποδράσει και να ζήσει δύο χρόνια ελεύθερος. Όμως, οι απαράβατες γι’ αυτόν αρχές της φιλίας, της αλληλεγγύης και της συντροφικότητας τον οδηγούν πίσω στην Κέρκυρα για να βοηθήσει τον φίλο του Γιάννη Παπαδόπουλο να αποδράσει. Όπως ο ίδιος ο Παπαδόπουλος γράφει: «Ο Γ. Πετρόπουλος μετά από δεκάχρονη φυλάκιση και αφού είχε κερδίσει την ελευθερία του για δύο χρόνια και ήδη βρισκόταν πολύ μακριά, ξαναγύρισε για την φιλία μας και την υπόσχεσή του σε μένα, και κυρίως γιατί αυτός γνωρίζει την πραγματικότητα των βασανιστηρίων, ψυχικών και σωματικών, και δεν άντεχε να μην κάνει κάτι, έστω το λιγότερο δυνατό. Εμείς που χαρακτηριστήκαμε από την αστυνομία και τον κατευθυνόμενο Τύπο “άγρια θηρία”, “επικίνδυνοι εγκληματίες” κτλ. και με αρκετά χρόνια παραμονής στις χειρότερες φυλακές του κόσμου, σεβαστήκαμε τη ζωή του αστυφύλακα, οργάνου της κρατικής βίας και του νόμιμου εγκλήματος. Για μας το γεγονός της απόδρασής μας είναι απόδειξη σπάνιας φιλίας, αναβίωση ξεχασμένων αξιών. Σε αντίθεση με τον τρόπο σύλληψής μας από τα όργανα της έννομης τάξης, που για ακόμη μία φορά έδειξαν την κτηνωδία τους. Άοπλοι, υπεστήκαμε ομαδικό ξυλοδαρμό και εικονικές εκτελέσεις, χειροπόδαρα δεμένοι δεχόμαστε δεκάδες σφαίρες και πάνω από τα κεφάλια μας. Ακόμα και μέσα στα περιπολικά υπεστήκαμε τις γροθιές, τις αγκωνιές και τις απειλές με τα αυτόματα ότι θα μας εκτελέσουν. Για να μας φέρουν, σαν στρατός κατοχής, με θριαμβευτική είσοδο στην πιο κεντρική πλατεία της Κέρκυρας, σαν τρόπαια. Σαν κανίβαλοι “επί του έργου” και φυσικά συνεχίστηκε ο χορός και στο “ιερό σπίτι του νόμου”, το αστυνομικό τμήμα».

Στις 8 Μαΐου του 1986 ο Γ. Πετρόπουλος μαζί με τον Χάρη Τεμπερεκίδη καταφέρνουν να αποδράσουν από τις φυλακές Κέρκυρας, αφού έκοψαν με λάμα δυο σίδερα από τα κιγκλιδώματα ενός παραθύρου διαδρόμου και με τη βοήθεια σεντονιών κι ενός αυτοσχέδιου γάντζου αναρριχήθηκαν στον τοίχο της φυλακής. Με βάρκα βγήκαν στην Ηγουμενίτσα και από εκεί στην Αθήνα, όπου τους παρείχε άσυλο η αγωνίστρια δικηγόρος Κατερίνα Ιατροπούλου. Λίγους μήνες αργότερα οι δυο δραπέτες συλλαμβάνονται μαζί με την Ιατροπούλου, πράγμα που δίνει την ευκαιρία στα γνωστά κοράκια να στήσουν ακόμα ένα τρομοσόου και να μιλήσουν για υπόγειες διασυνδέσεις “τρομοκρατών”- ποινικών. Αξίζει για την ιστορία να ειπωθεί πως 13 χρόνια αργότερα, στις 7 Φλεβάρη του 1999, ο Χ. Τεμπερεκίδης δολοφονήθηκε στην ορεινή Κορινθία από τα μαντρόσκυλα των ΕΚΑΜ, μετά την ένοπλη ληστεία της Αγροτικής Τράπεζας στην Κλειτορία.

Ο Πετρόπουλος επιστρέφει στις φυλακές Κέρκυρας και το 1987 μαζί με άλλους συγκατηγορούμενούς του προχωρούν σε εξέγερση, πράγμα που του αποφέρει νέα βασανιστήρια και ταπεινώσεις. Μεταφέρεται σιδηροδέσμιος στην απομόνωση των φυλακών Πατρών κι από εκεί πίσω στην Κέρκυρα, όπου πραγματοποιεί απεργία πείνας. Μετά από 25 ημέρες μετάγεται στην Αλικαρνασσό. Το 1989 ξεκινά πάλι απεργία πείνας, φτάνοντας στα όρια του θανάτου διεκδικώντας το αυτονόητο: να του δοθεί το δικαίωμα άσκησης έφεσης.

Ο Γ. Πετρόπουλος πυροδότησε στις 9 Οχτώβρη του 1990 μια εξέγερση, που εξαπλώθηκε σε όλες σχεδόν τις φυλακές της επικράτειας: Αλικαρνασσός, Πάτρα, Κορυδαλλός, Χανιά, ΣΦΑ, Λάρισα, Χαλκίδα, Κέρκυρα. Όλα ξεκίνησαν αυθόρμητα, χωρίς κανέναν προγραμματισμό: «Σε λίγο μπήκε αυτή η οχιά, ο εισαγγελέας, μαζί με το υποκείμενο τον διευθυντή. Κατέβηκα κάτω κι αφού προστάτεψα με το Νίκο Μπέλο την πλάτη μου από τις γνωστές ύπουλες επιθέσεις του, του είπα: “εγώ απ’ αυτή τη στιγμή διεκδικώ την ελευθερία μου που παράνομα μου έχετε αφαιρέσει και θα την πάρω. Και όσο εδώ θα είναι διευθυντής ένας βασανιστής και δολοφόνος, ο οποίος πνίγει όλα μου τα δικαιώματα, εγώ δεν πρόκειται να μπω στο κελί, έως ότου το υπουργείο στείλει κάποιον να μιλήσουμε”. Μετά ανέβηκα στη γέφυρα και με όλη μου τη δύναμη ούρλιαξα πως φτάνουν πια τα βασανιστήρια και πως ο διευθυντής μαζί με τους ομοίους του θα το πληρώσουν ακριβά».

Αυτό το περιστατικό ήταν και η θρυαλλίδα για να ξεκινήσει μια απελπισμένη εξέγερση, από μια χούφτα ανθρώπων που για 45 ολόκληρες μέρες πολιορκήθηκαν από έναν πάνοπλο κατασταλτικό μηχανισμό, έχοντας σα μοναδικά μέσα άμυνας μερικά αυτοσχέδια όπλα, μαχαίρια και μολότοφ: «Και αμέσως εξεγερθήκαμε στους γδάρτες των ονείρων μας. Αρπάξαμε με ένα τράνταγμα των μυών μας τις πόρτες και τους πάγκους και τους ρίξαμε μπροστά στα κιγκλιδώματα. Να, με μια απλή κίνηση έγινε μια μεγάλη αρχή. Όταν η πρώτη τους επίθεση μας βρήκε ακριβώς πάνω στον ενθουσιασμό του ξεσηκωμού, που από μόνος του και μόνο έχει τη δύναμη να νικήσει και τον πιο μεγάλο σε όγκο εχθρό».

Οι εξεγερμένοι αφού ξήλωσαν τους σιδεροσωλήνες κι έσπασαν τους δοκούς, επιτέθηκαν στους ανθρωποφύλακες κι έθεσαν υπό την εξουσία τους τον τρίτο όροφο της φυλακής Αλικαρνασσού. Από εκεί και για 45 ημέρες αυτός ο όροφος έγινε ορμητήριο ελευθερίας. Οι εξεγερμένοι κρέμασαν στα εξωτερικά κάγκελα ένα πανό που έγραφε: “Εξεγερθήκαμε στους γδάρτες των ονείρων μας” και σαν αντανακλαστική κίνηση κάποιοι αναρχικοί έγραψαν στην απέναντι μάντρα: “Αλληλεγγύη στους εξεγερμένους”.

Από την πρώτη στιγμή οι ομάδες των αντιεξουσιαστών στάθηκαν στο πλευρό των κολασμένων με συνεχείς διαδηλώσεις, συνθήματα, οικονομική ενίσχυση και μάζεμα υπογραφών. Η πολιτική και ηθική ενίσχυση που πρόσφεραν οι αναρχικοί στους εξεγερμένους περιγράφεται γλαφυρά από τον ίδιο τον Πετρόπουλο: « Εμείς που μέχρι εκείνη τη στιγμή ήμασταν μαθημένοι να αντιμετωπίζουμε μόνο εχθρικές επιθέσεις, μείναμε άφωνοι, σαν κεραυνοβολημένοι, μπροστά σε εκείνα τα παιδιά που ερχόταν με την αγάπη στη καρδιά και μας λύγισαν αμέσως […] Μέσα σε λίγα λεπτά έξω από κάθε παράθυρο, έκαιγε από μία πύρινη φλόγα που έστελνε το φως της σε όλες τις ανθρώπινες ψυχές. Το ίδιο έκαναν κι απέξω τα παιδιά που δυνάμωναν και πλήθαιναν τις εστίες της φωτιάς. Και ανάμεσά μας πέρναγαν τα κύματα της μουσικής που μετατρέπονταν σε μουσική των όπλων. Ενώ γύρω μας η εξουσία ταράχτηκε. Η πύρινη φωτιά που έκαιγε τις καρδιές μας τους τρόμαζε! Έσκιζαν το σκοτάδι οι χαρακιές των πληγών μας και λούφαξαν! Το πάθος της καρδιάς μας για λευτεριά τράνταξε τα θεμέλια της φυλακής! Και τη γονάτισε!».

Η εξέγερση, όμως, μέσα στη φυλακή εμπεριέχει μια τραγικότητα. Είναι η απελπισμένη προμηθεϊκή δύναμη που γνωρίζει εκ των προτέρων πως θα ηττηθεί στρατιωτικά, από υπέρτερες δυνάμεις, πιο οργανωμένες και αρτιότερα οπλισμένες. Γνωρίζει από τα πριν πως θα χάσει από τους υπηρέτες του Δία, το Κράτος και τη Βία, αλλά ξέρει πολύ καλά πως πάνω σε αυτήν την ήττα θα χαραχθεί ο δρόμος για την ανθρώπινη πρόοδο. Οι εξεγερμένοι των φυλακών εγκλωβισμένοι στα ψηλά τείχη των σύγχρονων φρουρίων, γνωρίζουν πολύ καλά πως όσες αυτοσχέδιες μολότοφ κι αν φτιάξουν, με όσα μαχαίρια κι αν οπλιστούν, τα κρατικά μαντρόσκυλα στο τέλος θα τους τσακίσουν και θα τους παραδώσουν ξανά στις ταπεινώσεις και τα βασανιστήρια. Αυτή, όμως, ακριβώς η στρατιωτική ήττα της εξέγερσης ανοίγει τον δρόμο και στην ηθική και πολιτική της νίκη. Τα ίχνη της ιστορικής προόδου φαίνονται ξεκάθαρα πάνω στα σημάδια από τους ξυλοδαρμούς και τα βασανιστήρια. Οι υλικές κατακτήσεις αποκρυσταλλώνονται, χώροι ελευθερίας ανοίγονται, και οι συνθήκες εγκλεισμού γίνονται ανθρωπινότερες. Η βαρβαρότητα υποχωρεί μπροστά στο χυμένο αίμα και τα σπασμένα κόκαλα των εξεγερμένων. Γιατί η φράση “όλα κατακτήθηκαν με αίμα” δεν είναι απλό λογοτεχνικό σχήμα, είναι η ίδια η διαλεκτική της Ιστορίας. Και για να θυμηθούμε και τη Ρόζα Λούξεμπουργκ: η επανάσταση είναι καταδικασμένη να κερδίσει μετά από σειρά διαδοχικών χαμένων μαχών. Και αυτές οι ήττες είναι η απαραίτητη προϋπόθεση της μεγάλης νίκης.

Πέρα, όμως, από την αποκρυστάλλωση υλικών κατακτήσεων, η εξέγερση εμπεριέχει και μια άλλη υπαρξιακή χειραφετική διάσταση. Το βίωμα δεν μπορεί να είναι κεντρικό στοιχείο της εξέγερσης, είναι ωστόσο μια βασική συνιστώσα της. Όπως ο ίδιος ο Πετρόπουλος περιγράφει: «Πρέπει εμείς να γίνουμε το μεγάλο παράδειγμα, πως μόνο μέσα από την αντίσταση και τον μεγάλο κίνδυνο της εξέγερσης μπορεί ο άνθρωπος να διαμορφώσει ουσιαστικές αληθινές σχέσεις. Σχέσεις που ομορφαίνουν και πλουτίζουν με τα ανθρώπινα χαρίσματα τη ζωή. Χαρίσματα που μετά από ολάκερα ατέλειωτα χρόνια καταπίεσης βγαίνουν πια στην επιφάνεια, για να φανερώσουν έναν άλλον άνθρωπο που καμιά απολύτως σχέση δεν είχε με τον χθεσινό, που μόνος του πια εξαφανίζεται σαν παρείσακτος […] Αντιστεκόμασταν μέσα σ’ εκείνες τις βάρβαρες συνθήκες που ο δικός τους “πολιτισμός” είχε δημιουργήσει. Και με τα πιο πρωτόγονα μέσα σμιλέψαμε τον εαυτό μας, για να ανακαλύψουμε έκθαμβοι τεράστιες ποσότητες θαμμένων χαρισμάτων, συμπιεσμένων με βαριές πλάκες αναρίθμητων χρόνων. Μικρά, απλά, μα όμορφα, γεμάτα από τη δύναμη της ζωής χαρίσματα που στο σύνολό τους τελειοποιούνε τον άνθρωπο».

Πέρα απ’ την υπαρξιακή διάσταση, η εξέγερση έχει και μια άμεση υλική διάσταση. Η απουσία ελέγχου απ’ τους δεσμοφύλακες, η ελευθερία κινήσεων (όσο κι αν ακούγεται σαν οξύμωρο σχήμα για μια χούφτα πολιορκημένων ανθρώπων), η απόσταση που χωρίζει τους φυλακισμένους από τους μέχρι χθες βασανιστές τους, συμπληρώνεται με ένα άγριο ξέσπασμα καταστροφής των υποδομών της φυλακής: «Αυτή για εμάς ήταν μια μεγάλη στιγμή, καθώς συνειδητά γκρεμίζαμε ό,τι το χειρότερο σκέφθηκε ποτέ το ανθρώπινο μυαλό: το ίδιο το ΚΕΛΙ! Αυτήν την ομορφότερη μέρα της ζωής μου δε θα τη ξεχάσω ποτέ! Ω, φώναξα. Φυλακισμένοι όλων των χωρών, γευτείτε τη γλύκα αυτής της αιωνίας, της μοναδικής στιγμής! Γκρεμίστε, συντρίψτε, τσακίστε τα δόντια των εξουσιαστών, ξεμασελιάστε τα ανθρωποκτόνα κελιά τους! Ξεπατώστε τις φοβερές αυτές κάσες, τους νεκροθάφτες των ζωντανών ψυχών όλων των καταπιεσμένων και κυρίως των πρώτων αρνητών της Γης! Κι εκεί πάνω στο σωρό, στις στοιβαγμένες κάσες, νιώσαμε από μέσα μας να βγαίνει αυθόρμητα ένα μεγάλο βάρος που χρόνια μας πλάκωνε. Να ξεφεύγει από το σώμα, να ανεβαίνει και να φεύγει. Όλοι μας ανασάναμε για πρώτη φορά ελεύθερα. Χωρίς τον πόνο του άγχους της ματαίωσης του εαυτού μας. Κανείς μας εκείνη την πρώτη στιγμή της ζωής δεν αισθανόταν κούραση, παρά ένα όμορφο ζωγραφιστό χαμόγελο φώτιζε τα πρόσωπά μας. Ήταν μια απ’ τις ιερότερες πράξεις που είχαμε κάνει στη ζωή μας».

Γρήγορα, όμως, φτάνει η ώρα που ο πυρφόρος Προμηθέας θα αντιμετωπίσει το Κράτος και τη Βία. Οι εξεγερμένοι είναι έτοιμοι για την τελική μάχη. Φτιάχνουν λόγχες, δοκιμάζουν μολότοφ και στήνουν οδοφράγματα. Απέναντί τους έχουν τα πιο αιμοβόρα και επίλεκτα κρατικά μαντρόσκυλα: τα ΜΑΤ και την ΕΚΑΜ. Οι εξεγερμένοι αμύνονται στη μανιασμένη επίθεση. Αντιμετωπίζουν τα κλομπ και τις πυροσβεστικές αντλίες με πύρινα οδοφράγματα, εξακοντίζουν προς τους μπάτσους σίδερα, τζάμια και ξύλινα ακόντια. Δέκα μόλις εξεγερμένοι που έμειναν όρθιοι μέχρι τέλους αντιμετωπίζουν 1500 πάνοπλους μπάτσους! Ώσπου έφτασαν στα φυσικά τους όρια, εξαντλημένοι σωματικά, χωρίς άλλα αυτοσχέδια όπλα στα χέρια τους, οι εξεγερμένοι παραδίδονται στους δήμιούς τους. Παραδίδονται, όμως, όρθιοι και όχι γονατιστοί. Και κάπως έτσι έληξε η εξέγερση στις φυλακές Αλικαρνασσού, που για 45 ημέρες συγκλόνισε την Ελλάδα και πυροδότησε ένα ντόμινο εξεγέρσεων σε όλες τις φυλακές της χώρας.

Ο Γιάννης Πετρόπουλος αποφυλακίστηκε τελικά το 1995, μετά από 24 χρόνια εγκλεισμού, αφού έφτασε στα όρια του θανάτου με 55 ημέρες απεργίας πείνας. Του απονεμήθηκε χάρη από τον τότε Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κωνσταντίνο Καραμανλή, ο οποίος μάλιστα σ’ ένα ρεσιτάλ υποκρισίας χαρακτήρισε τον Πετρόπουλο ως: “άτομο ωφέλιμο για την κοινωνία”.

Σαν κατακλείδα θα αναφέρουμε την αμοιβαία αναγνώριση και τον κοινό αγώνα ανάμεσα στον Γ. Πετρόπουλο και τους αναρχικούς πολιτικούς κρατούμενους της εποχής. Ο Φίλιππας Κυρίτσης, αναφερόμενος στο ήθος ορισμένων φυλακισμένων μιας άλλης εποχής, όπως του Βενάρδου, του Κωτρέτσου, του Μανετάκη και του Τεμπερεκίδη, γράφει: «υπήρξαν και άνθρωποι, μετρημένοι στα δάχτυλα ίσως, που αντέξανε και δεν αλλοτριώθηκαν, όχι γιατί ήταν σκληροί άντρες, άσχετα αν αντέξανε μόνοι αυτοί στα βασανιστήρια, αλλά γιατί κατάφεραν να δουν, πίσω από την αντρική μάσκα του κράτους […] αν και στην πλειοψηφία τους προερχόντουσαν από περιβάλλοντα όπου κυριαρχούσε η εικόνα του σκληρού άντρα, του 100% αρσενικού όπως λένε στις φυλακές, μέσα από τις μαρτυρικές τους εμπειρίες εκείνης της εποχής, είδανε το αδιέξοδο της υπεράσπισης της ανθρωπιάς τους με το να υιοθετούν και αυτοί την εικόνα του σκληρού άντρα που προβάλλανε οι βασανιστές τους, και αναζήτησαν τη διατήρηση της προσωπικότητάς τους μέσα από την αυτομόρφωση με το διάβασμα, την εκμάθηση των νόμων που τους αφορούσαν και την αλληλεγγύη τους προς τους πιο αδύνατους συγκρατούμενούς τους […] Κανένας τους δε μιλούσε ποτέ με υποτιμητικό τρόπο για τις γυναίκες, κανένας τους δεν εκμεταλλευόταν τη σωματική του δύναμη ή τις μέσα στη φυλακή γνωριμίες του για να επιβληθεί πάνω στους άλλους, κανένας τους δε χρησιμοποιούσε φυλακίστικο λεξιλόγιο για να κάνει εντύπωση, κανένας τους δεν καυχιόταν για την παραμονή του στην Κέρκυρα ή στις φυλακές γενικά». Στο ίδιο κείμενο ο Φ. Κυρίτσης χαρακτηρίζει τον Πετρόπουλο ως παράδειγμα ευγένειας, διακριτικότητας, σεβασμού και αλληλεγγύης.

Τον Απρίλη του 1980 τα ΜΑΤ κατέστειλαν βίαια την εξέγερση στις γυναικείες φυλακές του Κορυδαλλού. Μια εξέγερση που προκλήθηκε ως αντίδραση στα βασανιστήρια με επικεφαλής τον ψυχίατρο Μαράτο, που λίγα χρόνια αργότερα εκτελέστηκε απ’ την Επαναστατική Αλληλεγγύη. Μετά απ’ αυτό το κατασταλτικό πογκρόμ οι αναρχικοί κρατούμενοι Φίλιππας Κυρίτσης, Σοφία Κυρίτση, Γιάννης Σκανδάλης και Γιάννης Μπουκετσίδης ξεκίνησαν απεργία πείνας ενάντια στο σωφρονιστικό φασισμό. Τότε είχε σταθεί δίπλα τους και ο Πετρόπουλος, αποδεικνύοντας με τη στάση του και τα λόγια του πως πέρα από μια αφηρημένη συνθηματολογία, μονάχα η ταξική αλληλεγγύη μεταξύ των καταπιεσμένων πραγματώνει το “ούτε ποινικοί, ούτε πολιτικοί – μπουρλότο και φωτιά σε κάθε φυλακή”. Κλείνουμε, λοιπόν, με ένα απόσπασμα από τις σημειώσεις του Γ. Πετρόπουλου για την απεργία πείνας των τεσσάρων αναρχικών:

«Ποτέ στα τελευταία είκοσι χρόνια δεν συνεργάστηκε τόσο τέλεια η επιστήμη με τον φασισμό για να εξοντώσουν τέσσερις αγωνιστές […]

Στην νέα τους σύσκεψη αποφάσισαν ανοιχτά πλέον να πάρουν με το μέρος τους την επιστήμη στο ατιμωτικό έργο τους, στην εξόντωση των αγωνιστών. Ένας νέος κύκλος ανοίγει και αφήνει να φανούν τα “νόμιμα” εγκλήματα της “δικαιοσύνης” με το χέρι της επιστήμης, μιας επιστήμης άτιμης, εξαγορασμένης, ολοκληρωτικά πουλημένης στην αστική και ψυχρή κατάθεση του κεφαλαίου έναντι απεριόριστων και κεκαλυμμένων δολοφονιών.

Σ’ αυτήν ακριβώς την “κοινωνική” περίοδο μεταφέρουν από τα διάφορα εξοντωτήρια τους ανθρώπους που στην τυραννία τους αντέταξαν τα ίδια τα στήθια τους, στο μέρος που το αίμα της σφραγίδας ρέει πλούσια μέσα στα χέρια τους με την υπογραφή “θάνατος”, χωρίς να βγει φωνή, σ’ όσους δεν συμβιβάζονται, σ’ όσους δε πουλιούνται. Σ’ αυτό το σκοπό για πρώτη φορά συνεργάστηκαν με τόση τέλεια αρμονία “σωφρονιστές” και “γιατροί”, ίσως γιατί για πρώτη φορά να ένιωσαν τον ταξικό τους εχθρό να τους κτυπάει κατάφατσα, άφοβα, αλύγιστα και με μια απερίγραπτη τόλμη.

Ένας νέος κύκλος ανοίγει και αφήνει να φανούν τα νόμιμα εγκλήματα της “δικαιοσύνης” με το χέρι της επιστήμης, μιας επιστήμης άτιμης, εξαγορασμένης, πουλημένης και στυγνής δολοφόνισσας, σε ένα μακάβριο έργο τους, τόσο τέλεια που δεν μπορεί να συλλάβει ο νους. Ένας τρομακτικός μηχανισμός καταπίεσης και βίας άρχισε να μπαίνει σε λειτουργία για την εξόντωση τριών αγωνιστών και μιας αγωνίστριας. Με τόπο εξόντωσης το “Νοσοκομείο” με διευθυντή έναν …, με αρχιφύλακα έναν …, περικυκλωμένους από τα τσιράκια έτοιμα για κάθε ατιμία, προκειμένου να εξασφαλίσουν ΓΑΛΟΝΙΑ ποτισμένα με αίμα. Ένα νοσοκομείο περικυκλωμένο από χαφιέδες, προδότες και κάθε λογής μαστροπούς, που συμβάλλουν στην δολοφονία των αγωνιστών όχι μόνο με την σιωπή τους αλλά και με την στάση τους την εχθρική, ο ρόλος τους είναι: Απλώς εμείς θα τους εξοντώνουμε και σεις θα πνίγετε τη φωνή τους μέσα από τα κάγκελα, μέσα απ’ τους τοίχους. Μέσα σ’ αυτό τον κύκλο γίνεται μια πάλη φανταστική. Επί 55 ολόκληρα μερόνυχτα πέθαιναν τέσσερα παιδιά, μπρος στα μάτια όλου του “Νοσοκομείου” που το μόνο που περίμενε με ευχαρίστηση ήταν να τους φέρουν την είδηση του θανάτου τους. Δοκίμαζαν την αντοχή τους μπροστά στο θάνατο σε μια συγκλονιστική απεργία πείνας 55 ημερών χωρίς προηγούμενο.

Αφού δεν μπόρεσαν να τους εξοντώσουν με την απεργία, έβαλαν το ραδιούργο μυαλό τους να συλλάβει ιδέες δολοφονικές, στρέφοντας με μια πρωτάκουστη ατιμία όλους τους κρατούμενους εναντίον τους.

Διακηρύξεις από τις μέρες της απεργίας πείνας που τοιχοκολλήθηκαν:

ΔΙΚΑΙΟΣΥΝΗ ΚΑΙ ΑΡΕΙΟΣ ΠΑΓΟΣ ΕΙΝΑΙ ΜΠΟΡΝΤΕΛΟ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ

ΜΑΣ ΔΟΛΟΦΟΝΟΥΝ. ΑΠΕΡΓΟΥΜΕ 41 ΗΜΕΡΕΣ ΚΑΙ ΜΑΣ ΓΡΑΦΟΥΝ ΣΤΑ ΑΡΧΙΔΙΑ ΤΟΥΣ ΓΙΑΤΙ ΑΓΩΝΙΖΟΜΑΣΤΕ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ

ΜΑΣ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΓΙΑΤΙ ΕΙΜΑΣΤΕ ΕΠΑΝΑΣΤΑΤΕΣ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΕΣ. ΕΙΝΑΙ ΦΑΣΙΣΤΕΣ

ΣΥΓΚΡΑΤΟΥΜΕΝΟΙ ΑΝ ΤΩΡΑ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ ΕΜΑΣ ΑΥΡΙΟ ΘΑ ΕΡΘΕΙ Η ΔΙΚΗ ΣΑΣ ΣΕΙΡΑ. ΟΧΙ ΑΛΛΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ. ΟΧΙ ΑΛΛΟΙ ΕΞΕΥΤΕΛΙΣΜΟΙ. ΟΧΙ ΑΛΛΕΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ

ΤΟ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ ΔΟΛΟΦΟΝΕΙ. ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΚΑΛΥΠΤΟΥΝ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ. ΚΑΘΕ ΜΕΡΑ ΣΤΕΛΝΟΥΝ ΕΞΩ ΝΕΚΡΟΥΣ. ΜΑΣ ΣΚΟΤΩΝΟΥΝ

ΑΥΤΟ ΔΕΝ ΕΙΝΑΙ ΝΟΣΟΚΟΜΕΙΟ. ΕΙΝΑΙ ΧΙΤΛΕΡΙΚΟ ΣΤΡΑΤΟΠΕΔΟ ΕΞΟΝΤΩΣΗΣ

ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΥΣ ΛΑΚΕΔΕΣ ΤΟΥ ΙΜΠΕΡΙΑΛΙΣΜΟΥ

ΟΙ ΓΙΑΤΡΟΙ ΥΠΟΓΡΑΦΟΥΝ ΚΑΙ ΝΟΜΙΜΟΠΟΙΟΥΝ ΤΑ ΒΑΣΑΝΙΣΤΗΡΙΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΔΟΛΟΦΟΝΙΕΣ ΤΩΝ ΦΥΛΑΚΩΝ

ΜΑΣ ΜΕΤΑΧΕΙΡΙΖΟΝΤΑΙ ΧΕΙΡΟΤΕΡΑ ΑΠΟ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ. ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΝΘΡΩΠΟΙ ΟΧΙ ΓΟΥΡΟΥΝΙΑ

ΘΑΝΑΤΟΣ ΣΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ

ΑΥΤΟΙ ΠΟΥ ΒΟΥΤΗΞΑΝ ΤΑ ΧΕΡΙΑ ΤΟΥΣ ΣΤΟ ΑΙΜΑ ΘΑ ΠΛΗΡΩΣΟΥΝ ΑΚΡΙΒΑ ΓΙΑ ΤΑ ΕΓΚΛΗΜΑΤΑ ΤΟΥΣ

ΚΑΤΩ ΤΟ ΚΡΑΤΟΣ. ΓΙΑ ΤΟΝ ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΜΟ ΚΑΙ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑ. ΖΗΤΩ Η ΑΝΑΡΧΙΑ».