[Θεσσαλονίκη] Η Τούμπα, οι μετανάστες & τα σκουπίδια της Τσιμπλούκας

Κείμενο της συλλογικότητας για τον Κοινωνικό Αναρχισμό “Μαύρο & Κόκκινο” από τη Θεσσαλονίκη για τα τελευταία συμβάντα στην Τούμπα με αφορμή την δημιουργία φιλοξενείου μεταναστών στην περιοχή.

Η Τούμπα, οι μετανάστες και τα σκουπίδια της Τσιμπλούκας

Λοιπόν, γεννηθήκαμε και στην Τούμπα. Πήγαμε δημοτικό στου «Αδαμίδη» και στο «Τενεκεδένιο», το ένα χτισμένο από λαμαρίνη και τ’ άλλο από αμίαντο καρκινογόνο. Κάποτε το γκρέμισαν αφού τόσες γενιές μεγάλωσαν σ’ αυτό. Οι γονείς μας γεννήθηκαν εδώ, στα ίδια σχολεία έτρεξαν, γέλασαν, στα ίδια στενά έπαιξαν. Πρόλαβαν βέβαια τούτοι οι τυχεροί τα σπιτάκια με τις μεγάλες αυλές, τις ξαμπάρωτες πόρτες, το κουτσομπολιό των Σμυρνιών γιαγιάδων, τα ρεμπέτικα στη διαπασών απ’ την καλύβα του χασισοπότη, τις φωνές και τους καυγάδες των γειτόνων, τις μεγάλες και ατέλειωτες σιωπές που έκρυβαν τους κυνηγημένους. Οι παππούδες μας δε γεννήθηκαν εδώ. Στην Τούμπα δεν γεννήθηκε κανείς, μόνο κάτω στην πόλη γεννήθηκαν οι παλιοί Σεφαραδίτες που κι αυτοί έφτασαν εδώ κυνηγημένοι. Κανείς δε θυμάται από πότε, φύγανε κι αυτοί όπως ήρθαν…κυνηγημένοι. Οι παππούδες μας ήρθαν εδώ από τη Ρωσία, τον Πόντο, από τη Σμύρνη…πρόσφυγες. Πριν από τους παππούδες μας, στην Τούμπα ζούσαν τα σκουπίδια της Τσιμπλούκας, έτσι έλεγαν οι παλιοί την χωματερή στο μέρος που χτίστηκαν έπειτα τα «Κωνσταντινοπολίτικα». Όταν ήρθαν οι παππούδες, μας δεν τους δέχτηκε κανείς, δεν άνοιξε σπίτι, ή αγκαλιά, ούτε στάβλος για να χωθούν σαν τρομαγμένα ζώα. Μονάχα το ορφανοτροφείο που μεγάλωσε τις γιαγιάδες μας, στα χρόνια της φρίκης… Είχαν μόνο την απλωσιά του τόπου. Το ρέμα, την Αγιά Μαρίνα, το ανάχωμα, τις παρυφές του δάσους, αυτός ήταν ο τόπος. Εκεί χτίσαν τα παραπήγματά τους, οι παραγκιώτες. Παραμέρισαν τα σκουπίδια και έφτιαξαν τη ζωή, αυτήν του πολέμου, αυτήν της αντίστασης, του αγώνα. Βάψανε οι αλάνες της Τούμπας κόκκινο. Δρόμος πολύς η ζωή των κυνηγημένων, η ζωή του πρόσφυγα…Έπειτα γκασταρμπάιτερ, άσωτος ο δρόμος… Κάποτε ξαπόστασαν κι αυτοί, μέσα στα μελαγχολικά σπιτάκια της αντιπαροχής, του δανείου, της σύνταξης, αυτά που χτίσανε κατά χιλιάδες οι ίδιοι για δεκαετίες. Μα η φτώχεια ήταν πάντα η ίδια, πλήρωσαν. Κι ακόμη αργότερα, είδαν τα εγγόνια τους, τα λιωμένα κορμιά των νεολαίων της «ανάπτυξης» και του «εκσυγχρονισμού» κάθε απόβραδο να ξεμοναχιάζουν τη ζωή κάτω απ’ τη γέφυρα, στο ρέμα, το πρωί άγριο ξύπνημα από τη σειρήνα του ασθενοφόρου. Και σε μας απόμεινε μονάχα μια μνήμη, μια μυρωδιά χαμένη από την τσιμενταρισμένη εξοχή, μα και η αίσθηση ότι αν ακόμη σήμερα δεν είμαστε κυνηγημένοι, έχουμε την ψυχή να μη γίνουμε ποτέ κυνηγοί. Και να ελπίζουμε, ν’ αγαπάμε τον άνθρωπο. Έπειτα γι’ αυτό διαλέξαμε πλευρά, γίναμε αναρχικοί, μιας και η αριστερά των παππούδων μας δεν υπάρχει πια, έμεινε από δαύτη μια στάμπα από την πολυχρησιμοποιημένη καρέκλα του «δημόσιου λειτουργού» και η κατάφαση του συμβιβασμού, γίναμε αναρχικοί όχι γιατί μας αρέσει να μας κυνηγούν αλλά για να θυμόμαστε να μην γίνουμε ποτέ κυνηγοί. Ούτε κυνηγοί, ούτε θηράματα, ούτε αφέντες, ούτε δούλοι…

Με αφορμή μερικά ορφανά ευρώ (600.000) που περίσσευαν από τον ευρωπαϊκό κορβανά και που ο δήμαρχος της πόλης σκέφτηκε να τα πάρει υπό τη ζεστή θαλπωρή του, εγκρίθηκε το σχέδιο εγκατάστασης οκτώ (8) μονογονεϊκών οικογενειών προσφύγων στους παλιούς στάβλους, οι οποίοι επί χρόνια χρησιμοποιούνταν για να φιλοξενούν καρκινογόνα χημικά. Η διαμόρφωση ενός χώρου φιλοξενίας των ορφανών παιδιών ήταν η προϋπόθεση για να αναλάβουν οι έμμισθοι «αλληλέγγυοι» τον μποναμά των γιάπηδων. Στους καρκινογόνους παλιούς στάβλους λοιπόν εξαντλείται η ντόπια και διεθνής αλληλεγγύη των κατατρεγμένων…Ας είναι, όμως όχι… Στην Τούμπα λοιπόν (να μιλάνε άραγε για τον ίδιο τόπο;) βρέθηκαν άνθρωποι να καμωθούν τους γηγενείς. Μαζεύτηκαν λοιπόν κάποιοι άπληστοι νευρωτικοί «αυτόχθονες», έκαναν εκδήλωση και είπαν «στην Τούμπα δε χωράνε πρόσφυγες». Αναρωτήθηκαν «πώς θα παίζουνε τα παιδιά μας δίπλα στους μετανάστες»; Είπαμε «θα μιλήσουμε κι εμείς», αρνήθηκαν, επιμείναμε να μιλήσουμε, μας ρώτησαν ποιο είναι το όνομά μας,

– Αχμέτ, Αμπντούλ, Κωστής, Μαρίκα, Ντούσιας, Χομαγιούν, Βακάρ.

Έπειτα ρώτησαν πού ζούμε.
– Στην Επιδαύρου, στη Βοσπόρου, κάτω από τη γέφυρα, στο ρέμα, στη Κασσάνδρου, στο Γεντί Κουλέ.

Και πού γεννηθήκατε;
– Στην Τούμπα, στο Κερατσίνι, στην Κοκκινιά, στο Βίτσι, στα γκέτο του Παρισιού, στο Μεξικό στη ζούγκλα.

Παραξενεύτηκαν, ρώτησαν τι ήρθατε να κάνετε εδώ; Μα είχαν ακούσει πολλά, έκλεισαν τα ηχεία…τότε κάναμε τα χέρια μας χωνί, όπως παλιά στη γειτονιά μας έκαμε ο κυρ-Γιώργης που ‘φερνε στην καρότσα τα καρπούζια κι οι γιαγιάδες μας ανέβαζαν πάνω να παίξουμε…

-Γεννηθήκαμε κι εδώ, κι αλλού και παντού θα γεννιόμαστε και θα ξεπηδάμε γιατί ο φασισμός δεν έχει πάντα ουρά και κέρατα, ο φασισμός ξεκινά ως εφαρμογή μικρών καθημερινών κακουργηματικών σκέψεων, υπαγορευμένων από το φόβο και τη μισαλλοδοξία…Σκεπτόμενοι ότι ο φασισμός δεν νικάει όταν βρεθεί ένας Χίτλερ αλλά όταν δημιουργηθούν χιλιάδες Άιχμαν…

Έπειτα φύγαμε, μα θα ξαναγυρίσουμε, να κοιτάξουμε αν ο τόπος φυλάει τη μνήμη του…

Όσοι δεν μίλησαν ποτέ, όσοι τώρα βόλεψαν το κορμί τους σε ένα-δυο σπίτια και εξοχικά, βρήκαν εχθρό, «ξεσηκώθηκαν» να «διεκδικήσουν». Ποιόν εχθρό αισθάνθηκαν; Βρέθηκαν «αυτόχθονες» να διακηρύξουν ότι αυτό το μικρό κομμάτι κατεστραμμένης γης κάποιοι άλλοι, -οι ίδιοι- το έχουν περισσότερο ανάγκη από τα ορφανά αλλοδαπά ανήλικα μιάσματα. Κάνανε και αναλύσεις ότι η χώρα και ειδικά η Τούμπα δεν χωράει άλλους ξένους, άλλους κατατρεγμένους. Είναι πολλοί, λένε. Δεν χωράει άλλη φιλοξενία γιατί έχει το Θεαγένειο που φιλοξενεί καρκινοπαθείς, έχει το Παπάφειο που φιλοξενεί ορφανά, έχει την ΥΦΑΝΕΤ που φιλοξενεί αναρχικούς… Δεν χωράνε άλλοι, είπαν αυτοί που αν η Τούμπα δεν χωρούσε από πάντα τους κατατρεγμένους, δεν θα ήταν εδώ. Κορόιδεψαν «να τους πάρετε σπίτια σας», οι ανόητοι δεν μπορούσαν να καταλάβουν πόσους και πόσους κατατρεγμένους έχουμε φιλοξενήσει στα σπίτια μας με την ελπίδα κάποτε να είχε βρεθεί κάποιος να φιλοξενήσει τους παππούδες μας, τους «τουρκόσπορους». Έπειτα μας είπαν ότι θέλουν το χώρο μόνο για Έλληνες, για την πατρίδα…ποια πατρίδα; Αυτή την πατρίδα που έστελνε το χωροφύλακα να ελέγχει αν σήκωσαν τη σημαία της οι παππούδες μας στα μπαλκόνια, επειδή ήταν «ύποπτοι» και «συμμορίτες»; Την πατρίδα της “μπάρας” που για να την περάσεις έπρεπε να δώσεις πιστοποιητικό κοινωνικών φρονημάτων; Στην κόκκινη Τούμπα η σημαία της πατρίδας μας απλώνονταν στα μπαλκόνια 363 μέρες το χρόνο, κάθε μέρα πέρα από τις εθνικές εορτές: ήταν τα χιλιομπαλωμένα σώβρακα και οι κακοραμμένες κάλτσες που ανέμιζαν περήφανα πάνω από τα κεφάλια μας όταν κλωτσούσαμε την μπάλα στην αλάνα· πατρίδα στην Τούμπα ήταν η αλάνα για τους μικρούς, η φτώχεια για τους μεγαλύτερους κι η πείνα, ο φόβος της προσφυγιάς. Ήταν όμως και η ανθρωπιά, η αλληλεγγύη, το νιώσιμο, δεν ήταν απλά μια κάποια Ελλάδα η πατρίδα στην Τούμπα. Έτσι θέλουμε να τη θυμόμαστε. Αλλά μήπως τούτοι οι νέοι «γηγενείς» ήταν θαμώνες και κατοικοεδρεύαν στα υπόγεια της Τσιμπλούκας, κάτω από τόνους σκουπιδιών, αγνώριστοι κι αυτοί ανάμεσα τους; Δε θα ‘τυχε να τους γνωρίσουν οι παππούδες μας.

Άλλωστε από πάντα η χωματερή είναι το καταφύγιο του ρατσισμού, κι η μισαλλοδοξία ο πολιτισμός των σκουπιδιών.

Συλλογικότητα για τον Κοινωνικό Αναρχισμό
Μαύρο & Κόκκινο
mauro-kokkino@hotmail.com