[Φυλακές Κορυδαλλού] Κείμενο Ανδρέα-Δημήτρη Μπουρζούκου σχετικά με νέες διώξεις

ΤΟ ΣΤΗΣΙΜΟ ΕΝΟΣ ΚΑΤΗΓΟΡΗΤΗΡΙΟΥ
‘Η ΑΛΛΙΩΣ
ΠΩΣ ΤΟ ΕΛΛΗΝΙΚΟ ΚΡΑΤΟΣ ΚΑΤΑΣΚΕΥΑΖΕΙ ΚΑΤΑΔΙΚΟΥΣ

Υλικά για τη Συνταγή:

· Ένας (ή και περισσότεροι, αναλόγως την όρεξη) κατηγορούμενοι,

· Ένας ευέλικτος νόμος με πολλαπλές ερμηνείες, βλ. 187 (α),

· Δύο και πάνω κατηγορίες (βάσιμες ή αβάσιμες)

· Απαραίτητος, για να “δέσει” η συνταγή, ο ειδικός εφέτης ανακριτής, (προτιμάται καλοζωισμένος με ροδοκόκκινα μάγουλα)

· Τέλος, για τη γαρνιτούρα, πασπαλίζουμε με ισχυρή δόση προπαγάνδας από τα Μ.Μ.Ε. (για καλύτερο αποτέλεσμα προτιμούνται “άνθρωποι” με ελάχιστη νοημοσύνη αλλά μεγάλη ικανότητα παπαγαλίας, βλ. Πρετεντέρη, Τρέμη, κ.α.)

Πετάμε όλα τα υλικά σε κλίμα οξυμένης καταστολής και τρομοϋστερίας και έχουμε το επιθυμητό αποτέλεσμα.

Στα σοβαρά τώρα, η ανάγκη του κράτους να δημιουργεί ενόχους και να τους φορτώνει δυο και τρεις δικογραφίες σίγουρα δεν είναι γνώρισμα των τελευταίων χρόνων και προφανώς δεν είναι κάτι που επαφίεται στην κρίση και μόνο ενός δικαστικού ή απλώς στην τύχη.

Εξάλλου, η οχύρωση του κρατικού μηχανισμού επιτυγχάνεται από τον άμεσο συνδυασμό του με τους επιμέρους φορείς εξουσίας, την υποστήριξή του από το νομικό σύστημα και το δικαστικό σώμα.

Στην ελληνική πραγματικότητα, από τα πρώτα χρόνια της μεταπολίτευσης εντοπίζουμε αυτήν την ανάγκη του συστήματος να δημιουργεί ενόχους, να εκτονώνει την κοινωνική ένταση στοχοποιώντας και απαξιώνοντας το μαχητικό-αγωνιστικό τμήμα της κοινωνίας. H καταστολή εμπλουτίζεται και ενδυναμώνεται ακολουθώντας το αιματοβαμμένο μονοπάτι της χούντας, κρατώντας σε κομβικές θέσεις εξουσίας πρώην βασανιστές και διακεκριμένα στελέχη της επταετίας, συντηρώντας επί της ουσίας ένα καθεστώς βίας καμουφλαρισμένο με το πρόσωπο της αστικής δημοκρατίας.

Έτσι, η κρατική καταστολή επιστρατεύει κάθε μέσο από το ποινικό σύστημα και τα Μ.Μ.Ε., που διαμορφώνουν το κλίμα τρομοϋστερίας και θέτουν τις βάσεις νομιμοποίησής της, μέχρι τους μπάτσους στους δρόμους να χτυπούν διαδηλωτές και να δολοφονούν αγωνιστές (λειτουργώντας ακόμα και με μαφιόζικες τακτικές)˙ με όλα αυτά να συνθέτουν το σκηνικό πολέμου -κοινωνικού και ταξικού- που έχει εξαπολύσει από τις αρχές της μεταπολίτευσης το ντόπιο και το ξένο κεφάλαιο.

Το μήνυμα που θέλει με κάθε τρόπο να περάσει η εκάστοτε κυβέρνηση είναι ότι στη “δημοκρατία” δεν υπάρχει χώρος γα αμφισβήτηση. Έτσι, την πρωτομαγιά του 1975, μόλις ένα χρόνο μετά την πτώση της χούντας, ξεκινάει η διαδικασία “εκκαθάρισης” της κοινωνίας από τις φωνές αντίστασης και ανυπακοής, σκοτώνεται σε “τροχαίο” ο αγωνιστής που είχε αποπειραθεί να εκτελέσει το δικτάτορα Γ. Παπαδόπουλο, ο Αλέκος Παναγούλης. Τα επόμενα χρόνια θα μπορούσαν να είναι η συνέχεια του “έργου” της επταετίας. Βασανιστήρια σε αγωνιστές μέσα στα τμήματα, στοχοποιήσεις και συλλήβδην συλλήψεις αναρχικών και κομμουνιστών, βγάζουν στην επιφάνεια από νωρίς το κλίμα τρομοκρατίας που θα επικρατήσει για τις επόμενες δεκαετίες στην Ελλάδα.

Η επιβεβαίωση της παντοδυναμίας το αστικού κράτους έρχεται μέσω του πρώτου αντιτρομοκρατικού νόμου το 1978 (νόμος 774/78), ενός νόμου που θα οδηγήσει πολλούς αγωνιστές στις φυλακές, όπως το Γιάννη Μπουκετσίδη, ο οποίος κατηγορήθηκε με ένα σαθρό κατηγορητήριο για τον εμπρησμό της εφορίας της Νίκαιας και μετά από 8 μήνες προφυλάκισης αθωώθηκε στη δίκη.

Από τότε το ελληνικό κράτος οχυρώνεται διαρκώς και αναβαθμίζει το επίπεδο της καταστολής με την “αγαστή” συνεργασία της δικαστικής εξουσίας, που προσπαθεί πάση θυσία να εξουδετερώσει κάθε κοινωνική αντίσταση συχνά στήνοντας εξόφθαλμες σκευωρίες σε βάρος στοχοποιημένων αγωνιστών. Τα παραδείγματα, δυστυχώς, είναι πολλά στο πέρασμα των χρόνων όπως και τα ονόματα των αγωνιστών που θα μπορούσαν να γραφτούν, ο Γιώργος Μπαλάφας, ο Αβραάμ Λεσπέρογλου, ο Κλέαρχος Σμυρναίος, η Κατερίνα Ιατροπούλου είναι λίγοι από αυτούς που δέχτηκαν την έμμεση ή την άμεση βία του συστήματος. Τελευταίο και χαρακτηριστικό παράδειγμα είναι η περίπτωση του αναρχικού-κομμουνιστή Τάσου Θεοφίλου ο οποίος καταδικάστηκε σε 25 χρόνια κάθειρξης με μοναδικό “στοιχείο” δείγμα DNA, το νεοεισαγόμενο επιστημονικό δημιούργημα της κρατικής καταστολής.

Η εξέλιξη σε επίπεδο τεχνογνωσίας κινείται σε δύο βασικές κατευθύνσεις με στόχο, πάντα, τον πλήρη έλεγχο. Από τη μία αναβαθμίζονται τα επιστημονικά μέσα, στον τομέα των ενοχοποιητικών στοιχείων, όπως οι παρακολουθήσεις των τηλεφωνικών επικοινωνιών, οι κάμερες ελέγχου στους δρόμους και σε σπίτια “γιάφκες” και φυσικά το αλάθητο του DNA, η επιστήμη μπαίνει όλο και πιο δυναμικά σε ρόλο διεκπεραιωτή της κρατικής καταστολής. Από την άλλη, εξελίσσεται και το νομικό οπλοστάσιο τόσο σε επίπεδο νόμων όσο και σε επίπεδο τακτικής και μεθόδων του δικαστικού μηχανισμού. Η συσσωρευμένη εμπειρία των γειτονικών χωρών (της Ελλάδας) στην πάταξη του εσωτερικού εχθρού βρίσκει πρόσφορο έδαφος στην ανερχόμενη κατασταλτική πολιτική της Ελλάδας. Η διωκτική μανία των Ελλήνων δικαστών φαίνεται να έχει ταυτιστεί σε ένα μεγάλο βαθμό με το πρόσωπο και τις μεθόδους του Ιταλού εισαγγελέα Marini. Ο εν λόγω εισαγγελέας το 1994 έστησε μια τεράστια επιχείρηση διώξεων εναντίον Ιταλών αναρχικών˙ το θεώρημά του άνοιξε το δρόμο για τη μαζική στοχοποίηση του αναρχικού χώρου. Έτσι, ανάμεσα σε “αυτόβουλες” ομολογίες, πλαστά ενοχοποιητικά έγγραφα ( από τους R.O.S.-καραμπινιέροι) και μια οργάνωση φάντασμα, την ORAI, δεκάδες σπίτια αναρχικών βαφτίζονται γιάφκες, περιοδικά αντιπληροφόρησης γίνονται εργαλεία εσωτερικής χρήσης της ένοπλης ομάδας, οδηγώντας πολλούς αγωνιστές για αρκετά χρόνια στις ιταλικές φυλακές.

Μια υπόθεση, για την ακρίβεια μια προσπάθεια εξουδετέρωσης του αναρχικού χώρου που κράτησε μια δεκαετία, κλείνοντας τον κύκλο της το 2004.

Όλη αυτή η ιστορία έχει τεράστιο ενδιαφέρον τόσο για τους λόγους, την ανάγκη του Ιταλικού κράτους χάραξης αυτής της κατασταλτικής πολιτικής, όσο και για την αφορμή που χρειάστηκε για να εξαπολύσει αυτήν την επίθεση.

Το πιο κομβικό πολιτικό ζήτημα του συστήματος ήταν η ανικανότητά του να πατάξει την έμπρακτη αμφισβήτησή του και να εξαλείψει τη δυναμική δράση των αγωνιστών. Έτσι, στοχοποιεί και ασκεί διώξεις στους πιο ένθερμους υποστηρικτές της άμεσης δράσης, επιτίθεται συνολικά στον αναρχικό χώρο. Αφορμή όλης αυτής της “επιχείρησης” ήταν η σύλληψη 5 αναρχικών μετά από μια ληστεία τράπεζας στο Trento. Η ιστορία, λοιπόν, επαναλαμβάνεται και στην περίπτωση της ελληνικής εκδοχής του “δόγματος Marini”, η δικαστική εξουσία έχει ξεπεράσει τα εμπόδια και τα “λάθη” της αρχικής˙ για τους ανακριτές εδώ, η οργάνωση είναι υπαρκτή (η Σ.Π.Φ.) κάτι που λύνει τα χέρια τους για να δημιουργήσουν αυτήν την “ομπρέλα”, το πασπαρτού των διώξεων.

Και για να έρθουμε λίγο στα γεγονότα που αφορούν τις νέες διώξεις που μου ασκήθηκαν, η τακτική των δικαστών δε διαφέρει σε τίποτα από όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα.

Βασιζόμενοι, λοιπόν, σε μια αυταπόδεικτη ενέργεια (την απαλλοτρίωση της Αγροτικής Τράπεζας και των ΕΛΤΑ του Βελβεντού), που από την πρώτη στιγμή της σύλληψής μας αναλάβαμε, όπως και στην πολιτική μας ταυτότητα που επίσης εξαρχής στηρίξαμε, το δικαστικό συνάφι (πάντα κατ’ εντολή της αντιτρομοκρατικής) μας φορτώνει ένα “πακέτο” διώξεων που έρχονται σαν μπόνους στην αρχική κατηγορία.

Στα πλαίσια, λοιπόν, μιας στρατηγικής που στόχο έχει την πολύχρονη φυλάκιση των αναρχικών (και όσων αγωνίζονται ) μου ασκήθηκε ετεροχρονισμένα δίωξη (όπως και σε άλλους συντρόφους) με 2 νέες δικογραφίες. Έτσι, ενώ από τη στιγμή που έκλεισε η δικογραφία του Βελβεντού δεν έχει προκύψει κανένα καινούριο στοιχείο εις βάρος μου, κατηγορούμαι εκ νέου για την ίδια οργάνωση (Σ.Π.Φ.) και για 4 εμπρησμούς. Οι οποίοι, παρότι έχουν γίνει από άλλη οργάνωση και όχι από τη Σ.Π.Φ., κατά έναν περίεργο τρόπο εντάσσονται στη δράση της!

Ο ανακριτής Νικόπουλος, λοιπόν, (ως άλλος Marini) έκρινε σκόπιμο να μου δώσει μια δεύτερη προφυλάκιση για αυτήν την υπόθεση (καθώς ήμουν ο μόνος που είχε ένα 18μηνο, μία προφυλάκιση και βιαζόντουσαν να βάλουν άλλους 12 μήνες για να μην επαναληφθούν τα “λάθη” του παρελθόντος) με μοναδικό στοιχείο μια πλαστή ταυτότητα στην οποία ενοικιάστηκε το ξενοδοχείο στο Βόλο πριν τη ληστεία στο Βελβεντό. «Από κοινού κατοχή πλαστής ταυτότητας» (?!) Ένα, άσχετο με την καινούρια δικογραφία, στοιχείο είναι αρκετό γι’ αυτούς να στήσουν το κατηγορητήριο.

Όμως, το παραμύθι τους δεν τελειώνει εκεί, ο ίδιος ανακριτής με το θράσος που του προσδίδει η θέση εξουσίας που κατέχει, αλλά και με την πηγαία δειλία που χαρακτηρίζει το σινάφι τους, με καλεί για τρίτη φορά να μου δώσει μια ακόμα δικογραφία που άνοιξε λόγω της μανίας του κράτους να ξαναπροφυλακίσει το σύντροφο Κώστα Σακκά και με κατηγορεί άλλη μια φορά για τη Σ.Π.Φ. και τις εκρήξεις που είχαν γίνει από τον Ιούλιο μέχρι το Σεπτέμβρη του 2009. Δύο αποτυπώματα, ένα σε μπουκάλι μπύρας και το άλλο στο πληκτρολόγιο στο σπίτι της 25ης Μαρτίου στο Χαλάνδρι, αποτυπώματα που η αντιτρομοκρατική γνώριζε την ύπαρξή τους από το 2012, αποτέλεσαν τελικά το 2014 το λόγο προκειμένου να ασκηθεί η νέα δίωξη εις βάρος μου.

Τότε, το 2009, μπήκαν και οι βάσεις για να στηθεί στη συνέχεια το θεώρημα των διωκτικών μηχανισμών, ότι δηλαδή, όποιος δηλώνει αναρχικός και συλλαμβάνεται (ή κατηγορείται) για ένοπλη αμφισβήτηση του κράτους θα βαφτίζεται μέλος της Σ.Π.Φ.

Φυσικά, μικρή σημασία έχει για τους δικαστές και τους ανακριτές η προσωπική πορεία του εκάστοτε αγωνιστή, όπως αντίστοιχα δεν τους απασχολούν οι πολιτικές διαφοροποιήσεις των φυλακισμένων αναρχικών με τη Σ.Π.Φ.

Δουλειά τους δεν είναι να εντοπίσουν τα πολιτικά κίνητρα και χαρακτηριστικά μας, αλλά να μας κρατήσουν όσο το δυνατόν περισσότερο όμηρους στα χέρια του κράτους και αυτό είναι κάτι που το γνωρίζουμε κι εμείς κι αυτοί πολύ καλά.

Τα σημάδια των καιρών μας είναι ξεκάθαρα και δεν μπορούμε να κλείνουμε τα μάτια μας μπροστά σε αυτά. Η άγρια καταστολή παίρνει σάρκα και οστά, στα στρατόπεδα συγκέντρωσης μεταναστών, στο γκλομπ του μπάτσου που με μανία γυρνάει πάνω από τα κεφάλια των διαδηλωτών, στις εκκενώσεις καταλήψεων, στις εφόδους στα σπίτια αγωνιστών, στις δολοφονίες μεταναστών, στους δολοφόνους λιμενικούς στο Φαρμακονήσι, στους δήμιους των φυλακών Μαλανδρίνου και Νιγρίτας, στο νέο νομοσχέδιο του Υπουργείου δικαιοσύνης που στόχο έχει την απομόνωση και την εξόντωση των αγωνιστών εντός των τειχών.

Η ανάγκη της απάντησης που δημιουργείται, ας είναι η αφορμή να γεννηθεί ο σπόρος της εξέγερσης στο σύνολο των αντιστεκόμενων ανθρώπων. Η όξυνση της καταστολής απαιτεί και τη δική μας εγρήγορση. Για άλλη μια φορά στην ιστορία του ανθρώπινου γένους, οι καταπιεσμένοι και οι “περιττοί” αυτής της κοινωνίας δέχονται την έκδηλη επίθεση των εκμεταλλευτών τους. Καλούμαστε, λοιπόν, να ακολουθήσουμε το δρόμο της εξέγερσης και της ανυπακοής, τον ίδιο δρόμο που βάδισαν στο παρελθόν χιλιάδες αγωνιστές σε όλο τον κόσμο.

Α.Δ. Μπουρζούκος
Δ Πτέρυγα Κορυδαλλού
12/04/2014