Είναι στιγμές που οι προκλήσεις της ελεύθερης ζωής που κυνηγάμε μέσα σ’ αυτόν τον εγκλωβιστικό κόσμο, μας φέρνουν αναπόφευκτα μπροστά σε μικρά ή μεγαλύτερα διλήμματα. Αν όμως υπάρχει κάποια ομορφιά σ’ αυτόν τον κόσμο, αυτή σίγουρα δεν βρίσκεται στους δρόμους που κινείται το διστακτικό πλήθος, αλλά στα μονοπάτια που ξεφεύγουν απρόβλεπτα απ’ το αντιληπτό πεδίο μας. Η ενέδρα και το ξύλο που έφαγα ήταν μια αναπάντεχη συνέπεια πάνω σε μια απόφαση που πήρα και σίγουρα ήταν ένα ιδιαίτερο γεγονός που με πλήγωσε. Οι λέξεις εδώ μέσα όμως δεν θα αναλωθούν σ’ αυτό το κομμάτι, γιατί μπορεί οι λέξεις να φτάνουν να περιγράψουν ένα τέτοιο σκηνικό, σίγουρα όμως δεν φτάνουν για να το απαντήσουν με κανένα τρόπο. Μένοντας στο κομμάτι του κειμένου τους λοιπόν, επιθυμία μου ήταν απ’ την πρώτη στιγμή να απαντήσω πολύ απλά και ψύχραιμα στους ισχυρισμούς τους με τη σειρά που γράφτηκαν. Είχα ξεκινήσει μάλιστα άμεσα, λίγες μέρες μετά την επίθεση, και είχα προχωρήσει αρκετά μακριά. Διαβάζοντας όμως ξανά και ξανά το κείμενό τους απλά δεν άντεξα. Πώς να απαντήσεις σ’ ένα τέτοιο παραλήρημα ψεύδους χωρίς να πέσεις στο επίπεδό τους; Πώς απαντάς στη μυθοπλασία; Πώς απαντάς σ’ ένα κείμενο που κυμαίνεται μεταξύ παράνοιας, υπερβολής και ψέματος που ακόμα και στην καλύτερη περίπτωση που ισχύει κάτι απ’ αυτά που γράφουν, αυτό θα αφορά μάλλον κάποιο άλλο πρόσωπο που μπορεί να έχουν στο μυαλό τους;
Όσο ξαναβλέπω το κείμενό τους δεν μπορώ αρχικά να πιστέψω το πόσο οικτρά απέτυχαν να κατανοήσουν αρκετά σημεία του κειμένου μου. Το πιο αξιοσημείωτο απ’ όλα είναι ότι, χωρίς να το υποδηλώνω εγώ πουθενά, ενέταξαν και με βεβαιότητα μάλιστα, τους εαυτούς τους στην αρχηγοφάση των κρατούμενων που ανέφερα, ενώ το μακράν πιο εκνευριστικό είναι αυτό με το αναλήψιμο πειθαρχικό μου που το μετέφρασαν ως “προσωπική καβάτζα”, απ’ την στιγμή που οι πάντες ξέρουν ότι το τελευταίο πράγμα που με ενδιαφέρει είναι οι πειθαρχικές ποινές και ότι αυτό που έγραψα για το πρώτο 2χρονο πειθαρχικό ήταν στην ουσία ότι το επιδίωκα αφού δεν μου κοστίζει τίποτα μα τίποτα (άδειες και αναστολή ποινής είναι εκτός συζήτησης τα 2 πρώτα χρόνια σίγουρα). Αυτό που φαίνεται ξεκάθαρα στο γραπτό τους είναι η απεγνωσμένη προσπάθεια να συμμαζέψουν τα ασυμμάζευτα με τη χρήση μιας πραγματικά αδιανόητης και σοκαριστικής προπαγάνδας. Αυτό το ξέσπασμα μίσους μ’ αυτή την προκάτ συνθηματολογία για έναν άνθρωπο γνώριμό τους, φανερώνει και στον πιο αμετάπειστο την ισοπεδωτική αντίληψη αυτών των ανθρώπων για οποιαδήποτε έκφραση τους βάζει στο πεδίο της κριτικής. Παρά το ότι ισχυρίζονται το αντίθετο, το γεγονός πως δεν σηκώνουν κριτική φανερώνεται έκδηλα όταν, μέσα στην εξόφθαλμη τάση τους γιά υπερβολή, βαφτίζουν τη δική μου κριτική υβριστική και προσβλητική ενώ ουσιαστικά αυτό που την κάνει να διαφέρει από άλλες είναι η υφολογική παρέκκλιση απ’ τις νόρμες της πολιτικά ορθής γλώσσας, μιας γλώσσας που θεωρητικά εχθρεύονται και οι ίδιοι. Χαρακτηριστικό της θολωμένης απάντησής τους, το ότι φτάνουν να ενοχλούνται και απ’ την αντιδικαστική δήλωσή μου, ενώ φαίνεται πως δεν μπορούν να πιστέψουν ότι η άτυπη (αφορμαλιστική) οργάνωση δεν είναι κάποια καινοτομία που αφορά μόνο αυτούς και συντρόφους του εξωτερικού, αλλά είναι ένα οργανωτικό μοντέλο επίθεσης μέσω ομαδοποιήσεων (όχι απαραίτητα της FAI) που προτάσσεται εδώ και χρόνια από πολλούς αναρχικούς αποσκοπώντας, μέσα στα άλλα, στην αποδόμηση των λογικών πρωτοπορίας των επαναστατικών οργανώσεων. Για το “ανύπαρκτος” που είπαν, τα σχόλια περισσεύουν. Ως γνωστόν η ΣΠΦ αρέσκεται να “αγνοεί” την ύπαρξη των περισσότερων αναρχικών αιχμαλώτων στον ελλαδικό χώρο εδώ και πολύ καιρό. Ακόμα, το “αυτοί που χρειάζεται ξέρουν τι εννοώ” που ανέφερα για τα γνωστά σχόλια ήταν προφανώς σχήμα λόγου που χρησιμοποιήθηκε για λόγους ασφαλείας. Το ποιοι είναι οι συντάκτες πίσω από εκείνα τα συκοφαντικά σχόλια σίγουρα είναι κάτι που δεν μπορώ να το αποδείξω ποτέ με τη δικαστική έννοια. Όμως πάντα θα υπάρχουν και άλλα χαρακτηριστικά, πέρα από ένα όνομα, που μπορούν να προδώσουν το ποιός είναι ο σχολιαστής όπως έγινε και σε εκείνη τη περίπτωση.
Τα πράγματα που λένε και τα πρόχειρα σενάρια που βγάζουν είναι κωμικοτραγικά. Τα είχε όλα αυτό το ιστορικό ντοκουμέντο που συνέταξαν. Είχε από θεωρίες συνομωσίας γύρω απ’ τα μισά πράγματα που έγραψα (με κορυφαία σίγουρα τη θεωρία που βλέπει πίσω απ’ το σκοπό του γράμματος ….κόλπο για να πάει καλά το δικαστήριό μου) μέχρι το ξεκάρφωτο κοτσάρισμα της ιστορίας αγώνα τους στη φυλακή. Εδώ είναι, όπως θα το έλεγαν και οι ίδιοι κάπως, το σημείο που μπλέκονται τα όρια της παράνοιας και της υπαρξιακής ανασφάλειας. Εγώ δεν νομίζω ότι χρειάζεται να πω κάτι περισσότερο γι’ αυτούς, έχουν άλλωστε εκτεθεί άσχημα ήδη με την όλη συμπεριφορά τους. Πιστεύω πλέον ότι δεν υπάρχει καμία απολύτως ανάγκη να δικαιολογηθώ για τίποτα, γιατί όπως δεν απολογούμαι ποτέ στον εχθρό, έτσι δεν νιώθω καμία ανάγκη να απολογηθώ σε μια παρέα διπρόσωπων με αναρχικό ιστορικό και συμπεριφορά αγέλης. Ευτυχώς δεν είναι λίγοι οι αληθινοί σύντροφοι που οι διαδρομές μας συναντήθηκαν (ανάμεσά τους και πολλοί που έχουν διασταυρωθεί και με τη ΣΠΦ) που μπορούν να μιλήσουν για μένα. Όποιος έχει κρίση μπορεί εύκολα να βγάλει τα συμπεράσματά του για την αλλοιωμένη πραγματικότητα που προσπαθούν αγωνιωδώς να επιβάλλουν στους άλλους γύρω απ’ το όνομά τους και τους εαυτούς τους. Υπάρχει όμως μέσα σ’ όλο αυτόν τον προσωπικό θυμό και μια πηγαία ικανοποίηση στο κομμάτι της πλήρους επιβεβαίωσης για τη στάση και τη συμπεριφορά τους αλλά και στην ανάδειξη της βρώμικης συνθήκης που επικρατεί γύρω απ’ την επαναστατική καθαρότητά τους. Σίγουρα είναι δύσκολο να κάνω ψαγμένες αναλύσεις και να βρω τα βαθύτερα αίτια αυτής της ιστορίας. Ίσως να προϋπήρχε κάπου ανάμεσά τους η ροπή προς τη συγκέντρωση εξουσίας και αυτή να εκδηλώθηκε σαν απωθημένο μετά τη στέρηση της ελευθερίας και τη φυλάκιση, σαν τη μόνη εναπομείνουσα διέξοδο ζωής σε μια δύσκολη συνθήκη που απαιτεί αν μη τι άλλο δύναμη. Αυτή η δύναμη όμως δεν μπορεί να μετρηθεί ποτέ μα ποτέ σε συγκριτικά ποσοστά φυσικής βίας αλλά στο βαθμό που αυτή συνδυάζεται με την ατομική συνείδηση και συμβάλλει στην ατομική κρίση.
Για το τέλος, επειδή οι άρρωστες τακτικές συκοφάντησης από μεριάς τους προς εμένα συνεχίζονται με την προσπάθειά τους να πείσουν άλλους κρατούμενους ότι τους έχω πει ρουφιάνους, καλό θα ήταν να πουν και οι ίδιοι σ’ αυτούς τους κρατούμενους τη γνώμη της ΣΠΦ για τον πληθυσμό της φυλακής όπως την έχουν εκφράσει σε κείμενά τους. Είναι ευχάριστο πάντως να γνωρίζω και ότι υπάρχουν αρκετοί κρατούμενοι οι οποίοι δεν καταπίνουν την προπαγάνδα αυτών των ατόμων και μου έχουν σταθεί θετικά. Η επιλογή μου λοιπόν να γράψω εκείνο το γράμμα αν μπορεί να θεωρηθεί λάθος για κάποιο λόγο, αυτός είναι γιατί εκτίμησα λάθος τις συνέπειες που θα μπορούσαν να ακολουθήσουν. Για κάποιο ασυναίσθητο λόγο πίστευα ακόμα πως αυτή η ομάδα, που μου επιτέθηκε εν τέλει, ήξερε να ιεραρχεί με στοιχειώδη συνείδηση τους απέναντί της και να τους αντιμετωπίζει ανάλογα. Τις συνέπειες που προκύπτουν τώρα όμως έχω χρέος να τις αντιμετωπίσω. Αυτή τη στιγμή, αλλά και για όσο καιρό θα παραμένω στη φυλακή, αντιμετωπίζω κινδύνους που κυμαίνονται από μια ανάλογη επίθεση μέχρι το αναγγελθέν οριστικό “τέλος” μου αφού αυτή η ομάδα αποδεικνύεται αδίστακτη απέναντι σε όποιον τολμάει να αμφισβητήσει ευθέως την σοβαρή εικόνα που προσπαθεί περιτέχνως να περάσει στον έξω κόσμο, αλλά και αδίστακτη ως προς τη μεθοδολογία που χρησιμοποιεί για να με εξοντώσει, προσπαθώντας να στρέψει άλλο κόσμο εναντίον μου.
Από ‘δώ και πέρα για τη ΣΠΦ θα είμαι ο “συκοφάντης Ναξάκης” αφού έτσι αποφάσισαν κάποιοι εκεί μέσα για το ποιά είναι η καλύτερη στρατηγική που θα τη βγάλει γρήγορα απ’ το πεδίο της αμφισβήτησης. Μια στρατηγική που περιλαμβάνει όλα τα βρώμικα κόλπα αυτού του κόσμου, του ίδιου κόσμου με τα ίδια βρώμικα κόλπα που μίσησα και αρνήθηκα για να γίνω αυτός που είμαι.
Δύναμη σε όσους σκέφτονται ελεύθερα και τολμούν επικίνδυνα.
Γιάννης Ναξάκης, Δ’ πτέρυγα φυλακών Κορυδαλλού, 5/2/14